Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ – ΑΜΕΛΕΙΑ: ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Σχετικές Δημοσιεύσεις

Διάλεξη στους ιατρούς του Ιατρικού Συλλόγου Καρδίτσας.
 
Του Σπύρου Λάππα. Δικηγόρου
 
Είναι κοινή παραδοχή ότι κατά την τελευταία εικοσαετία έχουν επιτελεστεί στον τομέα της Ιατρικής Επιστήμης καταπληκτικές και θαυμαστές πρόοδοι, πλην όμως ανέκυψαν ταυτόχρονα και πολυποίκιλα συναφή νομικά προβλήματα και έχουν αναδυθεί πολύπλοκα καινοφανή θέματα ιατρικής ευθύνης. Αν οι μεγάλες μάστιγες της ανθρωπότητας στο παρελθόν ήταν η πανώλη, η πολιομυ-ελίτιδα, η ευλογιά, η φυματίωση και η χολέρα, και σήμερα έχουν τεθεί υπό έλεγχο και αντι-μετωπίζονται αποτελεσματικά, η ραγδαία όμως τεχνολογική ανάπτυξη, η αλλοίωση του φυ-σικού περιβάλλοντος, η μόλυνση της ατμόσφαιρας, η ρύπανση του εδάφους , η μίανση των υδάτων, αποτελούν ήδη πηγές νέων και ύπουλων ασθενειών και αιτίες βαθύτατων ψυχικών διαταραχών.
Η Ιατρική στην εποχή μας έχει αποδυθεί σε ένα σκληρό και πολυμέτωπο αγώνα με στόχο όχι μόνο τη θεραπεία των νοσημάτων και την πρόληψη, αλλά και την κοινωνική υγιεινή, την παράταση της ενεργού δραστηριότητας του ανθρώπου και την αντιμετώπιση κεφαλαιώδους σημασίας ζητημάτων ψυχονευρικής, γενετησίου και αισθητικής ακόμα φύ-σεως. Η μεταμόσχευση των οργάνων, οι προσθέσεις τεχνητών μελών, η τεχνητή γονιμοποί-ηση, η χρήση των ηλεκτρονικών διερευνητών, η εφαρμογή των ραδιενεργών ισοτόπων, η αξιοποίηση της πυρηνικής ενέργειας για ιατρικούς σκοπούς, η αυτοματοποίηση της λει-τουργίας των νοσοκομειακών συστημάτων, οι μέθοδοι της ιατρικής του διαστήματος, απο-τελούν τα πλέον σύγχρονα όπλα με τα οποία μάχεται σήμερα η Ιατρική για τη διασφάλιση του πολυτιμότερου αγαθού: της υγείας σε όλες της μορφές της. Επακόλουθο όλων αυτών των εξελίξεων ήταν να διευρυνθεί κατά πολύ ο κύκλος των νομικών σχέσεων μέσα στον οποίο κινείται διαρκώς, εκών άκων, ο ιατρός, ώστε να καθί-σταται επιβεβλημένη η ενημέρωση των ιατρών ΟΛΩΝ των ειδικοτήτων, ενόψει του νέου υλικού της θεωρίας και της πράξης, με στόχο την προστασία των ιδίων, των ασθενών και της κοινωνίας. Ο ιατρός σήμερα δεν είναι ανεξέλεγκτος, αλλά η δράστη του, καίτοι αποσκοπεί στην ανακούφιση από τον πόνο και αποβλέπει στην ίαση των ασθενών, υπό ορισμένες προϋ-ποθέσεις, υπόκειται όχι μόνο σε αστικές αλλά και σε ποινικές ευθύνες. Οι κοινωνικές συν-θήκες που διαμορφώθηκαν σήμερα, ο σπουδαίος ρόλος που διαδραματίζει στη ζωή μας η Ιατρική , οι τεράστιες τεχνικές πρόοδοι που έχουν επιτευχθεί στη τέχνη του Ασκληπιού, συντέλεσαν ώστε ο ιατρός να κινείται διαρκώς μέσα σε ένα κύκλο νομικών σχέσεων και κινδύνων και να αντιμετωπίζει ανά πάσα στιγμή το ενδεχόμενο να κληθεί να λογοδοτήσει ενώπιον του δικαστηρίων για κάποια ενέργεια ή παράλειψή του. Η παρούσα διάλεξη επι-διώκει να συμβάλει ώστε ο ιατρός να ενημερωθεί για τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από νομοθετικά κείμενα που πληθαίνουν από μέρα σε μέρα, να γνωρίσουν αποφάσεις δικαστηρίων επί ιατρικών υποθέσεων που έχουν αχθεί ενώπιον της δικαιοσύνης από δυσαρεστημένους πελάτες, να αντλήσουν λίαν επωφελείς γι` αυτούς πληροφορίες, όπως π.χ. ότι τα δικαστήρια αρνούνται κατά κανόνα να υιοθετήσουν επαγγελματικές συνήθειες, καίτοι αυτές είναι γενικά δεκτές στον ιατρικό κόσμο, καθώς και να αποκτήσουν μία αδρή εικόνα της ευθύνης τους, με αποτέλεσμα στην άσκηση του υψίστου επαγγέλματός τους να παρακάμψουν πολλούς σκοπέλους.
 
Για τους ιατρούς όλων των ειδικοτήτων το ζήτημα της ιατρικής ευθύνης αποτελεί  σήμερα το υπ’ αριθμ. 1 ζήτημα-πρόβλημα, το οποίο έχει δυστυχώς λάβει τεράστιες διαστάσεις και απασχολεί σε  τέτοιο βαθμό και με τέτοια ένταση τον ιατρικό κόσμο,  ώστε διαπιστώνουμε ότι οι ιατροί, νοσοκομειακοί και ελεύθεροι επαγγελματίες, έχουν απολέσει μεγάλο μέρος της ηρεμίας και ψυχραιμίας τους κατά την εκτέλεση του υπέρτατου και ιερού καθήκοντός τους παροχής ιατρικών υπηρεσιών προς τους πάσχοντες συνανθρώπους μας.
Και πρέπει να τονίσουμε εξ αρχής ότι το τεράστιο ζήτημα της Ιατρικής Ευθύνης τέθηκε με ιδιαίτερη ένταση πριν μισό τουλάχιστον αιώνα,  και απασχολούσε όμως πάντοτε τους ανθρώπους και τις κοινωνίες από τα βάθη των αιώνων. Ειδικότερα το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των ιατρών είναι ένα από τα πολυπλοκότερα της ποινικής επιστήμης και δεν προσελκύει μόνο από θεωρητική άποψη την ιδιαίτερη προσοχή των επιστημόνων που ασχολούνται με την ποινική επιστήμη, αλλά ενέχει και πρακτικό ενδιαφέρον μεγίστης κοινωνικής σημασίας.
 
Το θέμα αυτό  προβληματίζει και ανησυχεί τον ιατρικό κόσμο λόγω της ιδιαίτερης ευκολίας με την οποία κάθε ασθενής ή συγγενής του,  μπορεί να καταγγέλλει δημόσια τους ιατρούς, επειδή κάτι κατά την άποψή του δεν πήγε καλά κατά το στάδιο της διάγνωσης, της νοσηλείας και θεραπείας, και μία τέτοια καταγγελία αξιοποιείται εκ μέρους των Εισαγγελικών Αρχών  με την άσκηση ποινικής δίωξης του καταγγελλομένου ή των καταγγελλομένων ιατρών.
 
Ι.   Ο ιατρικός κόσμος, είναι αλήθεια,  ποτέ δεν αξίωσε και ποτέ δεν πρόβαλε το επιχείρημα περί του ότι “η ευθύνη των ιατρών είναι αποκλειστικά και μόνο ευθύνη ηθική, ευθύνη συνειδήσεως” κατά παραδοχή επιστημονικής άποψης, τόσο στον νομικό όσο και τον ιατρικό κόσμο, η οποία υποστηρίζει ότι «οι μύστες της επιστήμης του Ασκληπιού, η οποία ως γνωστόν είχε αναχθεί στην αρχαιότητα σε ιεροσύνη, δεν είναι δυνατόν να τεθούν υπό τον έλεγχο των δικαστηρίων». Και αυτό γιατί η πρόοδος  της ιατρικής επιστήμης, αλλά και η αύξηση του αριθμού των ασκούντων το ιατρικό επάγγελμα, καθώς και ο επαγγελματικός ανταγωνισμός που προέκυψε από την αύξηση αυτή, αναμφίβολα επιβάλλουν μία διαφορετική προσέγγιση του τεράστιου αυτού θέματος. Και ασφαλώς σήμερα δεν θα υποστηρίξουμε ότι «η εξασφάλιση της κοινωνίας στηρίζεται στις σπουδές και το δίπλωμα του ιατρού και μόνοι κριτές τους είναι η εκτίμηση των συναδέλφων του και η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης», απόψεις οι οποίες ασφαλώς δεν θα πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων αποκλειστικά και μόνο γιατί οδηγούν στην παραδοχή περί του ότι «η ύπαρξη ιατρικής ευθύνης παραλύουσα τον ιατρό στις ενέργειές του, αποβαίνει εμπόδιο στην πρόοδο της επιστήμης και καθίσταται επιζήμια για την θεραπεία των ίδιων των πασχόντων». Και δεν θα κινηθούμε  στην κατεύθυνση των αντιλήψεων περί του ανευθύνου των ιατρών που επιγραμματικά περικλείονται στο γνωμικό του Montaigne (κατ’ άλλους του Νικοκλέους, Βασιλέως της Κύπρου-4ος αιών π.χ.) «Ο ήλιος φωτίζει τις επιτυχίες των ιατρών, η δε γη καλύπτει τα σφάλματά τους».
Όχι, δεν θα μπούμε στον πειρασμό τέτοιων απόψεων και αντιλήψεων, γιατί αντίκεινται στις στοιχειώδεις επιταγές του δικαίου και “γιατί δεν υπάρχει επάγγελμα, από το κατώτερο μέχρι το υψηλότερο, υπέρ του οποίου να μπορεί κάποιος να επικαλεσθεί το ανεύθυνο για τα αδικήματα τα οποία κατά την ενάσκησή του μπορούν να διαπραχθούν” “Αλλά προσοχή! Το θέμα της ευθύνης των ιατρών είναι λεπτότατο. Από την ορθή αντιμετώπισή του εξαρτάται μέγιστο κοινωνικό συμφέρον. Και ακόμη, επηρεάζεται  η ίδια η  πρόοδος της ιατρικής επιστήμης. Με την καθιέρωση της ευθύνης των ιατρών επιτυγχάνουμε  την καταβολή εκ μέρους των ιατρών  μείζονος επιμέλειας και προσοχής. Καθορίζοντας όμως μεγάλη έκταση της ευθύνης αυτής, καθιστούμε  δυσχερή την ιατρική δράσι. Και ανακόπτουμε αμέσως την όδευση προς τα μπροστά  της ιατρικής επιστήμης. Όταν υπεράνω των κεφαλών των ιατρών κρέμεται, ως άλλη Δαμόκλειος σπάθη, ο κίνδυνος να δώσουν ενώπιον δικαστηρίου λόγο για οποιαδήποτε θεραπευτική ενέργειά τους, το πράγμα θα καταλήξει τελικά σε βάρος των ίδιων των ασθενών. Στις όχι μικρές  δυσκολίες, που έχει να αντιμετωπίσει ο ιατρός, θα προστεθεί και η μη ήρεμη, ή μη ψύχραιμη πλέον επιτέλεση  του καθήκοντός του”.
Και θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε το γεγονός ότι για πρώτη φορά το ζήτημα της ευθύνης τέθηκε με την μακρά αγόρευση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δ. Τσιβανόπουλου, μετά την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 56/1903 απόφαση, που αποτελεί και τον πρώτο σταθμό αναφοράς της ιατρικής ευθύνης στην ελληνική νομολογία. Στην αγόρευση αυτή τέθηκαν ερωτήματα όπως: “…το ζήτημα της ιατρικής ευθύνης είναι εκ των σπουδαιοτάτων όσα δύνανται να παρουσιασθούν  ενώπιον των δικαστηρίων. Ποία τα δικαιώματα της επιστήμης; Ποία τα δικαιώματα των πασχόντων και της κοινωνίας; Δια ποία  σφάλματα υπέχει πολιτικήν και ποινικήν ευθύνην ο ιατρός και ποία τα καθήκοντα του δικαστηρίου; Και περαιτέρω: “Ποιοί όμως θα δικάσουν για τα ιατρικά προβλήματα; Οι δικαστές; Αλλά αυτοί δεν είναι “εξοικειωμένοι μετά της ύλης ταύτης και κινδυνεύει να μετασχηματισθεί το Δικαστήριον σε Ιατρικήν Ακαδημίαν”.
Επίσης τίθενται τεράστια και πολύπλοκα νομικά ζητήματα,  όπως το ζήτημα “αν ο ιατρός ευθύνεται για επιστημονική πλάνη“, η κατάσταση της ιατρικής επιστήμης σήμερα, οι επαγγελματικές συνήθειες, η πιθανή προσωπική ανεπάρκεια του ιατρού, τα απρόβλεπτα γεγονότα και φυσικά τα πταίσματα των ασθενών και τα πταίσματα των τρίτων.
Η άποψη της ποινικής επιστήμης που κυριαρχεί αναφέρει ότι “Εναπόκειται στα  δικαστήρια, φωτιζόμενα από κρίση και γνώμη  προσώπων εχόντων ειδικές  γνώσεις τέχνης ή επιστήμης, να διερευνούν και να διαπιστώνουν αν η αποτυχία μία  θεραπευτικής αγωγής ή επεμβάσεως είναι καταλογιστέα σε π τ α ί σ μ α του ιατρού ή  σε γεγονός ανωτέρας βίας”.
Οι ιατροί τίποτα άλλο δεν επιθυμούν παρά την απρόσκοπτη εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, την φροντίδα, διάγνωση, νοσηλεία και θεραπεία των πασχόντων συνανθρώπων τους, τα οποιαδήποτε δε απρόοπτα γεγονότα, μεταξύ αυτών και θανατηφόρα, πρέπει  να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τους γενικούς, διεθνώς πλέον, παραδεδεγμένους κανόνες που διέπουν το ιατρικό επάγγελμα και διαγράφουν τα όρια και την έκταση της ιατρικής ποινικής ευθύνης. Σ’ αυτά είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερθούμε όσο δυνατόν συντομότερο.
 
ΙΙ.    Ελέχθη ότι «Η ποινική ιατρική ευθύνη αποτέλεσε στον ελληνικό χώρο τη Δαμόκλειο Σπάθη στην άσκηση της καθημερινής ιατρικής ευθύνης. Μέσα από ένα σύστημα ποινικοποίησης της αστικής αποζημίωσης και με τη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργείται στα ποινικά ακροατήρια εξαιτίας της σημαντικότητας του αγαθού που διακυβεύεται, γίνεται προσπάθεια καταδίκης του γιατρού, ώστε στη συνέχεια να επιτευχθεί ευκολότερα η αστική αποζημίωση».
Όπως παραστατικά αναφέρθηκε από τον κ. Ιωάννη Κουτσελίνη,  καθηγητή της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, “υπάρχει κακή και καλή ιατρική πρακτική, αλλά η χειρότερη κακοποίηση της ιατρικής επιστήμης γίνεται μέσα από τις ακροαματικές διαδικασίες των ποινικών δικαστηρίων.  ΄Ετσι στην πραγματικότητα, τα δικαστήρια μετατρέπονται σε ακαδημίες ιατρικών επιστημών, στις οποίες οι δικαστές-κριτές δεν έχουν (και οφείλουν να μην έχουν) ιατρικές γνώσεις, παρά τις προσωπικές εμπειρίες τους».
Τις παραπάνω αναφερόμενες προϋποθέσεις ύπαρξης ιατρικής ποινικής ευθύνης προδιέγραψε και έθεσε μα απόλυτη σαφήνεια και καθαρότητα ο Παν. Ζέπος, σε μία θαυμάσια ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών “Περί Ιατρικής Ευθύνης” μετά από ομιλία περί του ιδίου θέματος του Νικ. Λούρου την 28-11-1972. Μάλιστα η αρχή της ομιλίας του κ. Ζέπου, η οποία  ήταν το τέλος του ομιλίας του κ. Λούρου,  ήταν η εξής: “…διατυπώνω την πρόσκλησιν προς τον νομικόν κόσμον να συμβάλει και αυτός εις την αποφυγήν της αδικίας, η οποία απειλεί τον ιατρόν και εις τελευταίαν ανάλυσιν οδηγεί εις αναχαίτισιν της αποτελεσματικής ιατρικής αρωγής και περιθάλψεως“, ενώ στην ίδια ομιλία και παρακάτω αναφέρονται, ενδεικτικώς μόνον, οι γενικές αρχές οι οποίες καθιερώθηκαν από την διεθνή Ευρωπαϊκή ή αγγλοαμερικανική νομολογία. Αυτές είναι οι εξής:
α)   Ο ιατρός δεν ευθύνεται για βλάβη του ασθενούς μη οφειλόμενη σε   υπαίτια άγνοια ή αμέλειά του.
β)   Ο ιατρός δεν ευθύνεται όταν έκανε  ευσυνειδήτως τη διάγνωσή  του και άσκησε τη δέουσα θεραπεία κατά τους κανόνας της ιατρικής επιστήμης.
γ)   Σφάλματα κατά τη διάγνωση  και κατά τη θεραπεία δεν καθιστούν υπεύθυνο τον ιατρό, όταν τα σφάλματα αυτά δεν οφείλονται σε αμέλεια ή σε έλλειψη  των απαραίτητων ιατρικών γνώσεων. Με άλλες λέξεις ο ασθενής φέρει τον κίνδυνο των ανυπαίτιων  σφαλμάτων, δεδομένου ότι η ιατρική επιστήμη δεν έχει ακόμα  εξασφαλίσει τη βέβαιη  πρόγνωση  και ακρίβεια των αποτελεσμάτων της θεραπείας, ο δε ιατρός ουδαμώς εγγυάται το αποτέλεσμα της θεραπείας,  αλλά την ορθή θεραπευτική αγωγή της ασθενείας.
Τέλος και από άποψη νομολογίας των δικαστηρίων της χώρας μας  όλα τα παραπάνω εν πολλοίς επιβεβαιώνονται πλήρως, αφού και η νομολογία είναι “άκρως προσεκτική, καταλογίζουσα ευθύνη στον  ιατρόν μόνον όταν  αποδεικνύεται σαφώς το πταίσμα του και η παράβαση συγκεκριμένων διατάξεων του κειμένου δικαίου… Εξάλλου όσον αφορά το πρόβλημα του περιεχομένου και της ουσίας του πταίσματος το οποίον οδηγεί σε ευθύνη του ιατρού, πρέπει με χαρά να σημειωθεί ότι  η ελληνική νομολογία είναι ενήμερη των λύσεων οι οποίες δίδονται και επί διεθνούς πεδίου, και καθιερώνει την ευθύνη του ιατρού όταν  η συμπεριφορά του δεν είναι συμπεριφορά συνετούς και επιμελούς ιατρού, ακριβώς δηλαδή όπως τούτο αναλύθηκε  παραπάνω ως επιβεβλημένο αντικειμενικό και αφηρημένο κριτήριο στη  διεθνή επιστήμη και νομολογία”.
Και ασφαλώς θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πλήθος αποφάσεων των δικαστηρίων ουσίας και ακυρωτικού των χώρας μας που κινούνται ακριβώς στα πλαίσια και προς την κατεύθυνση που διαγράφουν όλα τα παραπάνω δεδομένα που αναφέρουμε, με χαρακτηριστικότερη την υπ’ αριθμ. 119/1985 Βούλευμα Πλημ/κείου Βόλου (Ποιν. Χρον. ΛΕ’,738, που έκανε δεκτή την παρατιθέμενη πρόταση του Εισαγγελέως Κ. Μπέσσα), η οποία δέχεται ότι “…δεν δύναται να ευσταθήση ποινική δίωξη κατ’ αυτού επί τω λόγω ότι εάν ορθώς διεγίγνωσκε την νόσον, ή ετέραν εφήρμοζε θεραπείαν, θ’ απεφεύγετο η θάνατος του ασθενούς. Τοιαύτη επέκτασις της ποινικής ευθύνης του ιατρού, εκτός του ότι αντίκεται περί την γενικήν περί αμελείας διάταξιν του άρθρου 28 Π.Κ., είναι κοινωνικώς επικίνδυνη, διότι ναι μεν τονώνει από μίας πλευράς το συναίσθημα της ευθύνης παρά τω ιατρώ, αφ’ ετέρου δυσχεραίνει την απερίσπαστον εξάσκησιν του ιατρικού επαγγέλματος κα καταλήγει εις βάρος των ασθενών, δεδομένου ότι οι ιατροί προ δυσχερών και πολυπλόκων ευρισκόμενοι περιστατικών θα προτιμούν ν’ αδρανούν, παρά να αναλαμβάνουν επέμβασιν συνεπαγομένην τον κίνδυνον να τους ζητηθούν εν αποτυχία ποινικαί ευθύναι”.
Οι ιατροί της χώρας  διακατέχονται, και πρέπει να διακατέχονται,  από υψηλό αίσθημα ευθύνης και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να  επιδιώκουν το ανεύθυνο και ακαταδίωκτο γι’ αυτούς, όμως τελευταία παρατηρούν ότι υπάρχει ένας πολλαπλασιασμός των μηνύσεων και των ποινικών διώξεών τους, γεγονός και φαινόμενο το οποίο φυσικά τους απογοητεύει και τους εκφοβίζει κατά την άσκηση του πράγματι υψηλού λειτουργήματός τους και το οποίο από ψυχολογική άποψη τραυματίζει την ανθρώπινη σχέση που πρέπει να υπάρχει μεταξύ ιατρού και ασθενούς, και περαιτέρω επέρχεται καίριο πλήγμα κατά της φήμης των ιατρών, οι οποίοι συχνά φοβούμενοι τις συνέπειες αυτές θα διστάζουν κατά την επιτέλεση του ευγενούς και τόσο ανθρωπίνου έργου τους.
Τους ανησυχεί λοιπόν το γεγονός ότι με ιδιαίτερη ευκολία ασθενείς ή συγγενείς τους προβαίνουν σε δημοσιεύσεις διαμαρτυριών ή καταγγελιών και με την ίδια ευκολία οι υποθέσεις αυτές καταλήγουν στα ποινικά ακροατήρια, χωρίς προηγουμένως να έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες διερεύνησης της ύπαρξης ή μη ποινικής ευθύνης του ιατρού, με αποτελέσματα ολέθρια και για τους γιατρούς, αλλά, και κυρίως, και για τους ασθενείς και την κοινωνία, αποτελέσματα που παραπάνω αναφέρονται.  
Επί του ζητήματος αυτού παραθέτουμε το τέλος της ομιλίας του κ. Ζέπου (ως ανωτ. αναφέρεται) το οποίο επί λέξει έχει ως εξής:
«Οπωσδήποτε την εμμονήν εις την αξίωσιν πταίσματος δια την ευθύνην του ιατρού υποστηρίζουν σχεδόν όλοι οι μελετητές του προβλήματος, αποκρούοντες την αποδοχήν της άνευ πταίσματος, της λεγομένης αντικειμενικής ευθύνης των ιατρών, η οποία αν ανεγνωρίζετο θα εκλόνιζε ακόμα περισσότερον την άλλως τόσον ευπαθή σχέσιν μεταξύ ασθενούς και ιατρού.
 Εις μίαν ωραίαν απόφασιν του Πρωτοδικείου του Λονδίνου ο δικαστής λόρδος Denning απεφάνθη ότι θα παρείχομεν πολύ κακήν υπηρεσίαν εις το ευρύ κοινόν εάν εδεχόμεθα την ευθύνην του ιατρού δι’ ό,τιδήποτε συμβαίνει να εξελίσσεται κακώς: οι ιατροί θα εσκέπτοντο τότε περισσότερον την ιδίαν αυτών ασφάλειαν παρά το καλόν των ασθενών των και θα εκλονίζετο κάθε εμπιστοσύνη. Θα πρέπει λοιπόν να εμμείνουμεν εις την αξίωσιν της δεούσης επιμελείας κατά πάσαν περίπτωσιν, υπέρ του ασθενούς, αλλά δεν θα πρέπει να θεωρήσωμεν ως αμέλειαν του ιατρού και πάν ό,τι συμβαίνει απλώς, αναποφεύκτως και τυχαίως… Περισσότερον δεν δύναται να προχωρήση αλλά ούτε και να υποχωρήση ο νομικός είτε δικαστής είτε θεωρητικός. Το περισσότερον ανήκει όχι πλέον εις την ανθρωπίνην αλλά εις την θείαν δικαιοσύνην”.
Μία υποθετική επιστολή προς τους Εισαγγελικούς Λειτουργούς  από τον Ιατρικό Κόσμο θα είχε, το ελάχιστο,   το εξής περιεχόμενο. «Κε Εισαγγελέα,  υποβάλλουμε την παράκληση οι υπηρεσίες των οποίων προΐστασθε να μη θεωρούν σε κάθε δημοσίευμα a priori ως αληθή και πραγματικά περιστατικά όλα όσα αναφέρονται στο περιεχόμενό του, γιατί κατά κανόνα ένας συγγενής ενός ασθενούς διακατέχεται από μεγάλη συναισθηματική φόρτιση και πόνο και αναζητεί δυνατότητες και διόδους εκτόνωσης των αισθημάτων τους, μία δε τέτοια ευχερής δυνατότητα είναι να στραφεί κατά του θεράποντος ιατρού, αφού κανένας δεν δέχεται μία αποτυχία θεραπείας ή νοσηλείας, και κατά μείζονα λόγο το μοιραίο. Αν γίνεται κάθε φορά ψύχραιμη αξιολόγηση των υπαρχόντων στοιχείων και ανάλυσή τους από υπεύθυνους ανθρώπους της ιατρικής επιστήμης, όπως γίνεται και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις, ασφαλώς και θα έχουμε πολύ λιγότερες ποινικές διώξεις και ελάχιστες παραπομπές ιατρών στα ποινικά ακροατήρια, οι συνέπειες των οποίων παραπάνω αναλύθηκαν. Εμείς οι ιατροί είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε όσες και όποιες ευθύνες πράγματι υπάρχουν και μας αναλογούν, αλλά, και κυρίως, να σας παράσχουμε κάθε πληροφορία και συνδρομή για την αντιμετώπιση του προβλήματός της ευθύνης σε κάποιο περιστατικό που δεν εξελίχθηκε ομαλά με κατάληψη είτε την βλάβη της υγείας του ασθενούς είτε την επέλευση του μοιραίου. Κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται αυτομάτως  και ευθύνη του θεράποντος ιατρού, εάν ποτέ υιοθετηθεί κάτι τέτοιο δεν θα ομιλούμε για ιατρική παρούσα και άμεση πράξη, αλλά διαρκή ιατρική απουσία, λόγω του φόβου και της αγωνίας του ιατρού για πιθανή παραπομπή του στη δικαιοσύνη εάν το περιστατικό δεν ήθελε εξελιχθεί ομαλά. Και ασφαλώς δεν είναι αυτό ούτε το γράμμα ούτε το πνεύμα του νόμου, που διέπει την ευθύνη του ιατρού. Είτε τη αστική είτε την ποινική ευθύνη του.
 
Ειδικότερα:
 
Α. ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ.
Ήδη μετά τη δεκαετία του 70 στις Η.Π.Α. άρχισε να γίνεται λόγος για τη «malpractice crisis». Ο όρος αποδίδει την κατάσταση πραγματικού κινδύνου αδιεξόδου του αμερικανικού  νομικού συστήματος, ύστερα από μία εκρηκτική αύξηση του αριθμού των δικών με αντικείμενο στην αστική ευθύνη των ιατρών, η οποία συνδυάστηκε  και με την αύξηση του ποσοστού των αγωγών που γίνονται δεκτές από τα δικαστήρια, όσο και των ιλιγγιωδών ποσών αποζημιώσεων που επιδικάζονταν υπέρ των ασθενών ή των συγγενών τους(π.χ. μία αγωγή για βλάβη της υγείας εγγίζει τις 300.000 ευρώ και σε περίπτωση θανάτου το ποσό των 500.000 ευρώ).
        Στα Ευρωπαϊκά Κράτη παρατηρήθηκε και εκεί μία αύξηση των δικών αστικής ιατρικής ευθύνης με παράλληλη όμως εγκατάλειψη της ποινικής οδού, η οποία προκάλεσε προβληματισμό, πυροδότησε νομολογιακές εξελίξεις  και εκτεταμένη θεωρητική ενασχόληση με το ζήτημα αυτό, και οδήγησε σε καθολική εφαρμογή  της ασφάλισης ευθύνης για όλους τους ιατρούς. Η αύξηση ωστόσο αυτή, ουδέποτε υπήρξε τόσο θεαματική, όσο στις Η.Π.Α.

(Ασφαλώς ζητούμενο για τους ιατρούς στη χώρα μας είναι η υποχρεωτική καθολική ασφάλισή τους για την αστική τους ευθύνη, αν και μία τέτοια εκδοχή θα απελευθερώσει τους ασκούς του Αιόλου, αφού δεν θα υπάρχει ιατρικό περιστατικό που δεν θα καταλήγει κατ’ ευχήν και δεν θα αξιοποιείται για την είσπραξη αποζημίωσης ενώπιον της δικαιοσύνης).
Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι ύστερα από μία αρχική αντίδραση υπερβολής  και «πανικού», η οποία εν πολλοίς οφειλόταν τόσο στον απόηχο της κατάστασης στο αμερικανικό δίκαιο, όσο και στην προβολή ζητημάτων της ιατρικής ευθύνης από τα ΜΜΕ, η γενική εντύπωση σήμερα που επικρατεί είναι ότι υπάρχει πραγματικά σημαντική αύξηση των δικών με αντικείμενο την αστική ιατρική  ευθύνη, η οποία δημιουργεί κάποια ζητήματα και δυσχέρειες, χωρίς όμως να έχει οδηγήσει σε κρίση το σύστημα δικαίου. Η κατάσταση στο αμερικανικό δίκαιο συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις εκεί κοινωνικές  συνθήκες και ιδίως τις ιδιαιτερότητες του δικαιϊκού συστήματος, και δεν αναμένεται ανάλογων διαστάσεων εξέλιξη στην Ευρώπη. Παρά τη διαπίστωση όμως αυτή, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί  η ύπαρξη κοινωνικού προβλήματος, αφού τόσο οι γιατροί, όσο και οι ασθενείς(και οι αντίστοιχες οργανώσεις τους)θεωρούν ότι αδικούνται  από την κατάσταση που επικρατεί, με αποτέλεσμα να γίνεται συχνά λόγος για «αδιέξοδο». Ακριβέστερη είναι νομίζουμε η θεώρηση  ότι «δεν είναι τόσο η αύξηση του αριθμού των δικών που δημιουργεί αδιέξοδο, όσο η αδυναμία ή η δυσχέρεια του γενικού πλαισίου της αστικής ευθύνης να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά όλα τα ζητήματα». Η θεμελιώδης επομένως συνιστώσα του προβλήματος είναι θεσμική και όχι στατιστική ή ποσοτική.   Στη χώρα ευχόμαστε να μην εισβάλει η κατάσταση που επικρατεί στο αμερικανικό, Γερμανικό και Γαλλικό  Δίκαιο, όπου με βάση το ζήτημα της ιατρικής αστικής ευθύνης, χαρακτηρίζεται από αρνητική εξέλιξη και αποδίδεται με τον όρο «ψυχρός πόλεμος μεταξύ γιατρών και νομικών». Η τάση αμοιβαίας δυσπιστίας που αναπτύχθηκε στις χώρες αυτές συνιστά αναμφίβολα άλλη μία παράμετρο που καθιστά την κατάσταση περισσότερο προβληματική. Αντίθετα στη  χώρα μας, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, μία τέτοια κατάσταση «ψυχρού πολέμου» δεν φαίνεται να μας απειλεί, ενώ υπάρχει στενότατη συνεργασία γιατρών και νομικών για  την εξεύρεση της καλύτερης δυνατής λύσης, προς όφελος των ασθενών και της κοινωνίας, αλλά και των γιατρών, ώστε απερίσπαστοι να επιδίδονται στην εκτέλεση και εκπλήρωση της τόσο υψηλής, αλλά και δυσχερούς αποστολής τους. Και αυτό θα επιτευχθεί με την καθολική ασφάλιση της αστικής τους ιατρικής ευθύνης. Τώρα, σήμερα, όχι αύριο. Και προσοχή!! Όταν σε ιατρικό ή νοσηλευτικό επίπεδο έχουμε «κακές ειδήσεις» πιθανόν για κάποια ΜΜΕ αυτές να είναι «καλές ειδήσεις», αφού μόνο το κακό και ο θάνατος πωλούν στη χωματερή των ειδήσεων στη χώρα μας.

 

Β. ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΘΝΗ.
Σύμφωνα με το άρθρ.302 του Π.Κ. τιμωρείται με φυλάκιση 3 μηνών  μέχρι 5 χρόνια  όποιος από αμέλεια επιφέρει το θάνατο κάποιου άλλου. ‘πως δε προκύπτει από το άρθρ.28 του ίδιου ΠΚ, αμέλεια, ως μορφή της υπαιτιότητας, είναι αφ’ ενός μεν η  έλλειψη της οριζόμενης από το άρθρο τούτο προσοχής, αφ’ ετέρου δε η δυνατότητα πρόβλεψης και αποφυγής κάποιου εγκληματικού αποτελέσματος. Και υπάρχει, αν διαπιστωθεί, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πως ο δράστης, κατά κάποια δράση του, παρέλειψε να τηρήσει την επιμέλεια, την οποία αφ’ ενός  μεν κυρίως κατά κρίση αντικειμενική όφειλε να τηρήσει. Γιατί την επιβάλλουν σε κάθε συνετό άνθρωπο, όταν βρεθεί κάτω  από τις ίδιες ή παρόμοιες περιστάσεις, οι κανόνες που ρυθμίζουν την άσκηση του επαγγέλματός του ή το έργο, στο οποίο  στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε επιδοθεί, η κοινή πείρα και η λογική ή οι συνήθειες που επικρατούν στον κοινωνικό βίο και στις συναλλαγές, που επιβάλλουν στον καθένα να ρυθμίζει την συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους έτσι, που να μην προσβάλλει τα δικαιώματά τους, που ο νόμος αναγνωρίζει και προστατεύει. Και για την περίπτωση που υπάρχει μία  τέτοια παράλειψη, ότι μπορούσε κι αυτός και κατά κρίση υποκειμενική, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, τις ιδιότητές του, τις γνώσεις του και τις ικανότητές του να τηρήσει την επιμέλεια αυτή έτσι, που να προβλέψει ή να μπορεί να προβλέψει πως αυτή η δράση του μπορούσε να φέρει το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα που επέφερε κιόλας και να το αποφύγει.
Περαιτέρω σύμφωνα με τα κρατούντα στην επιστήμη και νομολογία, η ποινική ευθύνη του Ιατρού για ανθρωποκτονία εξ αμελείας υφίσταται σε εκείνες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση εκ μέρους του Ιατρού των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της Επιστήμης  (LEGE ARTIS), για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί καμιά απολύτως αμφισβήτηση. Αν όμως ο Ιατρός καίτοι καταβάλλων κάθε προσοχή τυχόν πλανήθηκε περί τη διάγνωση ή ορθά διαγνώσας τη νόσο εφήρμοσε μία από περισσότερες εξ ίσου υποστηριζόμενη στην Επιστήμη θεραπευτική αγωγή, η οποία απέτυχε στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να ευσταθήσει ποινική δίωξη εναντίον του, για το λόγο ότι, εάν έκανε ορθή διάγνωση της νόσου ή εφάρμοζε άλλη θεραπεία, θα αποφεύγονταν ο θάνατος του ασθενούς. Τέτοια επέκταση της ποινικής ευθύνης του Ιατρού, εκτός του ότι αντίκειται στη γενική περί αμελείας διάταξη του άρθρ.28 Π.Κ, είναι και κοινωνικά επικίνδυνη, διότι δυσχεραίνει την απερίσπαστη εξάσκηση του ιατρικού επαγγέλματος και καταλήγει σε βάρος των ασθενών, δεδομένου ότι οι Ιατροί ευρισκόμενοι προ δυσχερών και πολύπλοκων περιστατικών θα προτιμούν να αδρανούν  παρά να αναλαμβάνουν πρωτοβουλία για επέμβαση που θα συνεπάγεται τον κίνδυνο να τους ζητηθούν σε περίπτωση αποτυχίας ποινικές ευθύνες.
Ειδικότερα και για την οφειλόμενη προσοχή των Ιατρών πρέπει να λεχθούν τα παρακάτω:
Η οφειλόμενη από τον Ιατρό προσοχή δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί σχηματικά και δογματικά εκ προοιμίων, αλλά ευρίσκεται πάντοτε σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες και περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Οι υπαίτιες ενέργειες και παραλείψεις του Ιατρού δεν είναι δυνατόν να τυποποιηθούν, δεδομένου ότι κάθε ιατρικό περιστατικό παρουσιάζει μοναδικότητα και ιδιοτυπία καθοριστική των ενδεδειγμένων ενεργειών του Ιατρού και προσδιοριστική της επιμέλειας, την οποία αυτός πρέπει να καταβάλει. Λαμβανομένου εξ άλλου υπ’ όψη, ότι στην Ιατρική Επιστήμη κατ’ αρχή και κατά βάση γίνεται αποδεκτό το αξίωμα ότι: “δεν υπάρχουν ασθένειες, αλλά ασθενείς” και ότι «οι κανόνες της Ιατρικής, ακόμα και οι θεμελιώδεις, δεν είναι απόλυτοι, αλλά σχετικοί», που διατυπώνονται με μόνο σκοπό τη συστηματοποίηση της γνώσης, σαφής και επιτακτική ανακύπτει αξίωση τα δεδομένα της Επιστήμης να εξετάζονται πάντοτε σε σχέση και συνάρτηση με τις κατ’ ιδίαν συνθήκες και περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης.           Αντικειμενικές συνθήκες  για κάθε ιατρικό περιστατικό πρέπει να χαρακτηρισθούν τα ευρήματα και συμπτώματα εκείνα που παρατηρούνται στον ασθενή, τα οποία αποτελούν τα ερεθίσματα για τη βούληση και νόηση του Ιατρού για σπουδή και έρευνα του όλου περιστατικού, βάσει των μέχρι τώρα επιστημονικών γνώσεων και κάτω από το φως των πορισμάτων της επιστήμης και της τέχνης. Πρόδηλο καθίσταται ότι η εκτίμηση και αξιολόγηση των αντικειμενικών  δεδομένων εξαρτάται από το βαθμό και την ποιότητα γνώσης και εμπειρίας του επιλαμβανόμενου Ιατρού, αλλά ακόμα παραπέρα συναρτάται και με τη συνθετική και δημιουργική αξιοποίηση και εφαρμογή των γνώσεων αυτών. Από όλα τα παραπάνω  προκύπτει ότι καθοριστικοί παράγοντες της προσοχής “ην όφειλε” να επιδείξει ο Ιατρός είναι η κατοχή γνώσεων σε βαθμό και ποιότητα του μέτρου του μέσου Ιατρού της ειδικότητας και η εφαρμογή στη συνέχεια των γνώσεων αυτών σύμφωνα με τις επιταγές της Επιστήμης, βάσει των αντικειμενικών δεδομένων του συγκεκριμένου περιστατικού.
Συμπερασματικά ο Ιατρός πρέπει να συλλέξει τα αντικειμενικά ευρήματα και συμπτώματα, ώστε να έχει πλήρη κατά το δυνατόν τη λεγόμενη “κλινική εικόνα” του ασθενούς, και στη συνέχεια, βάσει των γνώσεων που οφείλει να έχει, να προχωρήσει στην επιστημονική εκτίμησή τους και διάγνωση της ασθένειας. Εάν όμως η κατοχή των γνώσεων είναι αποκλειστική υπόθεση του Ιατρού, αντίθετα ο σχηματισμός της κλινικής εικόνας του ασθενούς εξαρτάται και από τη συμβολή και άλλων παραγόντων. Η βοήθεια του ασθενούς, ανάλογα με το επίπεδο  ανάπτυξής του, η ύπαρξη κατάλληλων μέσων, η λήψη και διάθεση στον ιατρό πλήρους και αναλυτικού ιστορικού του ασθενούς, η συνεργασία διαφόρων ειδικοτήτων ιατρών και τμημάτων κλινικών ενός νοσηλευτικού ιδρύματος, είναι μερικοί από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην ορθή και αντικειμενική κατά το δυνατόν εικόνα της ασθένειας και του ασθενούς. Εάν συνεπώς λόγοι αντικειμενικοί (έλλειψη μέσων) ή λόγοι ανεξάρτητοι της βουλήσεως του Ιατρού (κακή πληροφόρηση από τον ασθενή ή μη εκμυστήρευση και γνωστοποίηση όλων των προβλημάτων υγείας του προς τον ιατρό) παράσχουν ψευδή ή ασαφή εικόνα στον Ιατρό τότε και πάλι θα πούμε ότι ο Ιατρός κατέβαλε όχι μόνο την “ην όφειλε“, αλλά και την “ην ηδύνατο” προσοχή. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι υπάρχουν νοσήματα, τα οποία παρουσιάζουν την ίδια περίπου κλινική συμπτωματολογία και ομοιάζοντα ευρήματα. Οπότε η πιθανότητα να πλανηθεί ο Ιατρός είναι σχετικά μεγάλη. Στις περιπτώσεις αυτές ο Ιατρός ερμηνεύοντας τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα πιθανόν να κατέληξε σε πεπλανημένη διάγνωση, όπως εκ των υστέρων αποδεικνύεται, αν και επέδειξε όλη την επιμέλεια που επιβάλλονταν στη συγκεκριμένη περίσταση. Αυτή είναι η αποκαλούμενη “διαγνωστική πλάνηπου έχει τη ρίζα της στο πεπερασμένο της επιστημονικής γνώσης, η  οποία παρά την αλματώδη πρόοδό της δεν κατόρθωσε να διαφοροποιήσει τη διάγνωση σε ορισμένα νοσήματα.

      Γενικά είναι παραδεκτό σε παγκόσμιο επίπεδο ότι ιατρικά λάθη και σφάλματα γίνονταν, γίνονται και θα γίνονται, και εδώ αξίζει να αναφερθεί αυτό που είπε ο Πρόεδρος του Βρετανικού Ιατρικού Συμβουλίου: «Οι γιατροί είναι και αυτοί άνθρωποι, θα ήταν παράλογο να πιστέψουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα κάνουν λάθος. Το σωστό ερώτημα δεν είναι πως το λάθος να καταργηθεί, γιατί κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Η σωστή ερώτηση είναι  με ποιο τρόπο  μπορούμε να το μειώσουμε». Όμως η μείωση του λάθους δεν αφορά μόνο ή κυρίως τον ιατρό στη χώρα μας, αλλά κυρίως την Πολιτεία, η οποία αυτή πρέπει να διασφαλίσει τις προϋποθέσεις μείωσης των ιατρικών λαθών. Αυτό βεβαίως λέγεται γενικά για να αποδειχθεί το σχετικό μέγεθος της ιατρικής γνώσης, ακόμα και σήμερα με την τεράστια τεχνολογική πρόοδο και εξέλιξη, και δεν «δείχνει» κάποιο συγκεκριμένο ιατρικό λάθος στην υπό κρίση υπόθεση. Δυστυχώς για ορισμένα νοσήματα, η ιατρική γνώση είναι αποδεδειγμένο ότι είναι περιορισμένη και πεπερασμένη. Ο ιατρός δεν υπόσχεται  εν παντί χρόνω και τόπω «αποφυγή του μοιραίου» , αλλά προσπάθεια θεραπείας και αποφυγής του μοιραίου, ενεργώντας σύμφωνα με τις γενικά παραδεδεγμένες αρχές και κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ενεργώντας δηλαδή legeartis,  και σύμφωνα βέβαια με τις γνώσεις και την εμπειρία που έχει από τη λήψη της ειδικότητάς του.
Τέλος αξίζει να προστεθεί και ο ισχυρισμός, που αποτελεί γενική παραδοχή της επιστήμης και της θεωρίας του ποινικού δικαίου περί ιατρικής αμελείας, περί του ότι : «Ιδιαίτερα επισημαίνεται ως προς το μέτρο της προσοχής, που απαιτείται από τον ιατρό, ότι κατά τα κρατούντα στη νομολογία, το μέτρο  της οφειλόμενης  εκ των περιστάσεων περίσκεψης είναι η προσοχή  εκείνη που καταβάλει συνήθως ο μέσος ιατρός, όταν βρίσκεται μπροστά στις ίδιες ή παρόμοιες περιστάσεις, κάτω από τις οποίες  βρέθηκε ο κρινόμενος ιατρός. ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΩΣΤΟΣΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΙΔΙΚΟ ΙΑΤΡΟ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΗ ΕΙΔΙΚΟ…»(ίδ. Παρατηρήσεις Άννας Τσίτουρα, Δικηγόρου DESS Δίκαιο της Υγείας, Νομικού Συμβούλου Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών επί της υπ’ αριθμ. ΣυμβΕφΘρακ 62/2001 Ποιν.Δικ 20001 σελ. 1125), και εύκολα γίνεται κατανοητό ότι εάν αυτό το «διαφορετικό μέτρο προσοχής και ευθύνης» ισχύει για τον μη ειδικό ιατρό, τότε κατά μείζονα λόγο ισχύει ένα «πολύ διαφορετικό μέτρο ευθύνης και προσοχής»  για ένα ιατρό  όχι μόνο  ΜΗ ΕΙΔΙΚΟ  αλλά ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΟ».

      Τέλος πρέπει να τονισθεί ότι το τεράστιο ψυχικό άλγος που διακατέχει τους συγγενείς (και φίλους) ενός ανθρώπου που πεθαίνει από κάποιο καλπάζουσας ή κεραυνοβόλας μορφής(π.χ. μηνιγγίτιδα) νόσημα και κατά τη διάρκεια νοσηλείας του, είναι δικαιολογημένο. Κατά μείζονα δε λόγο αυτό συμβαίνει όταν ο αιφνίδιος θάνατος επέρχεται σε άτομο νεαρής ηλικίας. Και δεν είναι λίγες οι φορές που οι συγγενείς του αποβιώσαντος, κατά κανόνα άδικα, επιρρίπτουν ευθύνες σε οποιοδήποτε Ιατρό έχει παρέμβει σε κάποιο στάδιο εξέτασης, νοσηλείας και θεραπείας του αποβιώσαντος. Και από άποψη ψυχολογίας των συγγενών του αποβιώσαντος υπάρχει δικαιολογημένη βάση για τη στάση τους αυτή. Ο θάνατος, η αναίρεση της ζωής, παίρνει κάποιο προσφιλές τους πρόσωπο σε ελάχιστο χρόνο και για αιτία που οι ίδιοι δεν γνώριζαν καν, και ο χαμός του “δικού τους” ανθρώπου, που λίγο πριν “ήταν καλά”, κινούνταν φυσιολογικά, μιλούσε μαζί τους και συμμετείχε στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή, δημιουργεί ψυχικό πόνο αβάσταχτο που οδηγεί σε συμπεριφορά “άρνησης τρόπον τινά” αποδοχής ενός τέτοιου συμβάντος. Δυστυχώς όμως ο θάνατος, και για νέους ακόμα ανθρώπους, δεν ακολουθεί κάποια προγράμματα και “φυσιολογική”  πορεία. Άλλωστε η Ιατρική Επιστήμη, πέραν των άλλων, σκοπό έχει και την ταξινόμηση διαφόρων (απρόβλεπτων) κλινικών συμβάντων, την έρευνά τους και την κατά το δυνατόν συστηματοποίησή τους, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η γνώση των  αιτίων που προκαλούν την ασθένεια και την εξέλιξή της και η αποτελεσματική θεραπεία και πρόληψη δυσμενέστερων επιπτώσεων. Αυτά δε έχουν ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις θανάτων από θανατηφόρα κεραυνοβόλα νοσήματα(όπως η  μηνιγγίτιδα, η κοιλιακή μαρμαρυγή κλπ), το ποσοστό δε των θανάτων από τέτοια επεισόδια είναι υψηλότατο.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ.  
Η Ιπποκρατική παραίνεση «ωφελέειν ή μη βλάπτειν» έχει αποτελέσει τη βασική ιατρική αρχή που καθοδηγεί και πηδαλιουχεί  την καθημερινή άσκηση της ιατρικής πράξης και γενικά την παροχή υπηρεσιών υγείας, παγκοσμίως. Δυστυχώς η επιβλαβής άσκησής της λαμβάνει χώρα καθημερινά, δεδομένου ότι το σφάλμα είναι εγγενές σε διαγνωστικές δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται στην ιατρική πράξη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι «κατοχυρώνεται» το δικαίωμα συχνών και αδικαιολόγητων αφορισμών κατά των ιατρών, διότι ο κάθε κριτής οφείλει να εξετάζει την ιατρική πράξη «προοπτικά» και όχι «αναδρομικά», δηλαδή δεν μπορεί να ευσταθήσει η σκέψη ότι «εάν ο γιατρός έκανε τούτο ή παρέλειπε εκείνο, τότε θα ήταν διαφορετικό το αποτέλεσμα». Το τι θα κάνει και το τι θα παραλείψει ο γιατρός, το αποφασίζει ο ίδιος σκεπτόμενος και ενεργώντας LegeArtis, δηλαδή σύμφωνα με τις διεθνώς παραδεδεγμένες αρχές και κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης.
Τέλος σαν κατακλείδα στη σημερινή διάλεξη το μόνο που μπορούμε να πούμε  είναι η τελευταία παράγραφος της διάλεξης του καθηγητή της Νομικής κ. Ζέπου στην Ακαδημία Αθηνών, που παραπάνω αναφέραμε: «Θα πρέπει λοιπόν να εμμείνουμε στην αξίωση  της δέουσας  επιμέλειας σε κάθε περίπτωση, υπέρ του ασθενούς, αλλά δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε ως αμέλεια του ιατρού και πάν ό,τι συμβαίνει απλώς, αναποφεύκτως και τυχαίως… Περισσότερο δεν δύναται να προχωρήσει  αλλά ούτε και να υποχωρήσει  ο νομικός,  είτε δικαστής είτε θεωρητικός. Το περισσότερο ανήκει όχι πλέον εις την ανθρωπίνην αλλά εις την θείαν δικαιοσύνην”. 
       Και όλοι σεις αγαπητοί μύστες της τέχνης του Ασκληπιού, ας έχετε κατά νου και στη  ψυχή σας  το τέλος του Ιπποκράτειου Όρκου: «Όσο λοιπόν θα τηρώ τον όρκο μου και δεν θα τον παραβιάζω, είθε να πετυχαίνω στη ζωή και την τέχνη μου, έχοντας καλό όνομα πάντοτε ανάμεσα στους ανθρώπους, αν όμως τον παραβώ και γίνω επίορκος, τότε να πάθω τα αντίθετα».

TOP
Arrow Chevron