Του Ιωάννη Παπαλόπουλου, Ειδικού Ρευματολόγου
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μία χρόνια νόσος που προκαλεί φλεγμονή στις αρθρώσεις, δηλαδή πόνο, διόγκωση, δυσκαμψία και απώλεια λειτουργικότητας. Η συχνότητα εμφάνισης της νόσου στο γενικό πληθυσμό υπολογίζεται γύρω στο 1%. Οι γυναίκες προσβάλλονται με τριπλάσια συχνότητα από τους άνδρες. Η προσβολή μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία, συχνότερα όμως η νόσος εμφανίζεται κατά την 3 η και 4 η δεκαετία της ζωής.
Όπως με τα περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα, η ακριβής αιτία εμφάνισης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας δεν είναι απολύτως διευκρινισμένη, παρά την πρόοδο των γνώσεών μας τα τελευταία χρόνια γύρω από τους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς. Η επικρατούσα θεωρία είναι πως πρόκειται για αλληλεπίδραση γενετικών, περιβαλλοντικών και ορμονικών παραγόντων.
Σε ό,τι αφορά στην κλινική εμφάνιση της νόσου, υπάρχουν χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από τις άλλες αρθρίτιδες. Συνήθως εκδηλώνεται με συμμετρική προσβολή μικρών και μεγάλων αρθρώσεων άνω και κάτω άκρων (φαλαγγοφαλαγγικές, πηχεοκαρπικές, αγκώνες, ώμοι, γόνατα, ισχία, ποδοκνημικές). Οι πάσχουσες αρθρώσεις εμφανίζουν τα στοιχεία της φλεγμονής (πόνος, διόγκωση του αρθρικού υμένα, πρωινή δυσκαμψία για πάνω από 45 λεπτά). Συχνά συνυπάρχει αίσθημα κόπωσης και κακουχίας στους ασθενείς, ενώ περιστασιακά μπορεί να εμφανίζουν δεκατική πυρετική κίνηση, χωρίς να νοσούν από λοίμωξη. Σκόπιμο είναι να τονιστεί ότι η ρευματοειδής αρθρίτιδα δεν προσβάλλει τη σπονδυλική στήλη, εξαιρουμένων των πρώτων σπονδύλων της αυχενικής μοίρας. Ως εκ τούτου, νοσούντες και θεράποντες δεν πρέπει να αποδίδουν στη νόσο συμπτώματα όπως η οσφυαλγία.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ως νόσημα συστηματικό, δύναται να προσβάλει και άλλα όργανα πέραν των αρθρώσεων, προκαλώντας τις γνωστές ως εξωαρθρικές εκδηλώσεις. Οι συχνότερες εξ αυτών είναι η πλευριτική και περικαρδιακή συλλογή (περίπου σε 10% των ασθενών), η διάμεση πνευμονική ίνωση (5-10 %), καθώς και η ξηροφθαλμία και ξηροστομία. Σπανιότερες είναι τα ρευματικά οζίδια (υποδόρια ογκίδια στο δέρμα) και η αγγειίτιδα.
Η διάγνωση της νόσου είναι κλινική, δηλαδή βασίζεται στο ατομικό ιστορικό και την κλινική εξέταση, ενώ συγκεκριμένες εξετάσεις, όπως τα anti-CCP αντισώματα και εκείνα έναντι του ρευματοειδούς παράγοντα, αλλά και η αύξηση των δεικτών φλεγμονής, μπορούν να βοηθήσουν στην επιβεβαίωση της ύπαρξης της νόσου.
Αναφορικά με τη θεραπεία, η σύγχρονη προσέγγιση και οι κατευθυντήριες οδηγίες θέτουν ως στόχο την ύφεση των συμπτωμάτων. Στη φαρέτρα του σύγχρονου ρευματολόγου υπάρχει διαθέσιμη πληθώρα φαρμάκων, που στοχεύουν στην καταστολή της φλεγμονής, την αντιμετώπιση των εξωαρθρικών εκδηλώσεων και την αναστολή της ακτινολογικής προόδου.
Τα συνθετικά τροποποιητικά της νόσου φάρμακα ( π.χ. μεθοτρεξάτη, λεφλουνομίδη), οι βιολογικοί παράγοντες ( π.χ. αναστολείς TNF-α), αλλά και τα νεότερα μικρά μόρια ( αναστολείς JAK κινασών) έχουν βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής και την επιβίωση των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα, έχοντας καταστήσει εφικτή τη μακροχρόνια ύφεση των εκδηλώσεων της νόσου.