Του Ιωάννη Παπαλόπουλου, Ειδικού Ρευματολόγου
Η ψωρίαση είναι μία συχνή δερματική νόσος στους Καυκάσιους –συχνότητα 1% έως 3% – η οποία προσβάλλει όμοια τα δύο φύλα.
10-20% των πασχόντων από ψωρίαση θα εμφανίσουν ψωριασική αρθρίτιδα, δηλαδή συνοδό φλεγμονή είτε των περιφερικών αρθρώσεων είτε του αξονικού σκελετού (σπονδυλική στήλη, ώμοι, ισχία). Εξ΄αυτών, στα 2/3 των περιπτώσεων η ψωρίαση θα εμφανιστεί πριν την εκδήλωση της αρθρίτιδας, ενώ στο υπόλοιπο 1/3 θα υπάρχει ταυτόχρονη έναρξη συμπτωμάτων από δέρμα και αρθρώσεις ή η αρθρίτιδα θα προηγείται της ψωρίασης. Οι ανωτέρω ασθενείς χρήζουν αγωγής και παρακολούθησης από Ρευματολόγο.
Η προσβολή των αρθρώσεων στην ψωριασική αρθρίτιδα ποικίλει. Συνηθέστερα προσβάλλονται οι μικρές αρθρώσεις άκρων χειρών και ποδών, ενίοτε συμμετρικά. Ωστόσο, η προσβολή μπορεί να είναι ασύμμετρη και να αφορά στις μεγάλες περιφερικές αρθρώσεις ( γόνατα, αγκώνες, ποδοκνημικές), αλλά και τμηματικά στη σπονδυλική στήλη. Σπανιότερη μορφή πια είναι η καταστροφική αρθρίτιδα των τελικών φαλάγγων άκρων χειρών και ποδών (arthritis mutilans).
Η αιτιολογία της ψωριασικής αρθρίτιδας –όπως συμβαίνει με τα περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα- δε είναι απολύτως διευκρινισμένη. Φαίνεται, ωστόσο, να εμπλέκονται γενετικοί, όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Μελέτες οικογενειών έχουν δείξει πως ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου πολλαπλασιάζεται, αν πρώτου βαθμού συγγενείς πάσχουν από ψωρίαση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ύπαρξη ψωρίασης στο γονέα δε συνεπάγεται πως το παιδί του απαραίτητα θα νοσήσει .
Η διάγνωση της νόσου τίθεται με το αναμνηστικό ( ατομικό και οικογενειακό) και την κλινική εξέταση. Δεν υπάρχουν ανοσολογικές ή άλλες ειδικές αιματολογικές εξετάσεις που την τεκμηριώνουν. Ενίοτε, βοηθητική είναι η ακτινολογική εικόνα σε άνω/κάτω άκρα και σπονδυλική στήλη, αν και στα αρχικά στάδια της νόσου χαρακτηριστικές βλάβες συχνά απουσιάζουν.
Όπως με όλες τις φλεγμονώδεις αρθρίτιδες, η ταχεία διάγνωση και θεραπεία είναι εξόχως σημαίνουσα στην ψωριασική αρθρίτιδα, προς αποφυγή ακτινολογικής επιδείνωσης και μόνιμων βλαβών. Την τελευταία εικοσαετία έχουν πραγματοποιηθεί άλματα αναφορικά με τις διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές για τη νόσο. Παρά την ετερογένεια και το ευρύ φάσμα εκδηλώσεων στην ψωριασική αρθρίτιδα, στη φαρέτρα του σύγχρονου ρευματολόγου υπάρχουν φάρμακα με αξιόλογη αποτελεσματικότητα και πολύ καλό προφίλ ασφάλειας και αυτό είναι ένα μήνυμα που πρέπει να εμπεδωθεί στην κοινότητα των πασχόντων.
Πέραν των συμβατικών τροποποιητικών φαρμάκων (Μεθοτρεξάτη, Λεφλουνομίδη, Κυκλοσπορίνη), οι βιολογικοί παράγοντες (αναστολείς TNFα, ιντερλευκινών κλπ) έχουν παρουσιάσει σπουδαία αποτελέσματα, τόσο στις μελέτες, όσο και στην καθημερινή κλινική πράξη. Η ορθή -βάσει των οδηγιών- και εξατομικευμένη χρήση τους μπορεί να καταστήσει την παρατεταμένη ύφεση στην ψωριασική αρθρίτιδα επιτεύξιμο και προσδοκώμενο στόχο για θεράποντες και ασθενείς.