


ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΕ ΤΟ Δ.Σ. ΤΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΙΑΤΡΕΙΑ ΕΞΟΠΛΙΖΕΙ Ο ΙΑΤΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
Η ΖΗΛΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Η ζήλια και ο φθόνος ταξινομούνται στα συναισθήματα κοινωνικής σύγκρισης και σχετίζονται με την ικανότητα του ανθρώπου να έχει αντίληψη για τον εαυτό του, να συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους και να προβαίνει σε σχετική αξιολόγηση του ίδιου με βάση τη σύγκριση αυτή.
Η ζήλια είναι μια συναισθηματική κατάσταση που προκαλείται όταν ένα άτομο θεωρεί πως μια σημαντική σχέση του απειλείται από ένα τρίτο άτομο και εμφανίζεται σε συνθήκες, όπου συμμετέχουν τρία άτομα: το άτομο που βιώνει τη ζήλια, το άτομο που αυτός/ή ζηλεύει, με το οποίο έχει διαμορφώσει κάποιου είδους σχέση, και ο ανταγωνιστής που απειλεί τη σχέση. Η υποκειμενική εμπειρία της ζήλιας περιλαμβάνει συναισθήματα θυμού, φόβου για την απώλεια της αγάπης- αποκλειστικότητας και καχυποψία. Θα πρέπει, ωστόσο, να ξεχωρίζουμε τη ζήλια από τον φθόνο. Ο φθόνος ορίζεται ως μια συναισθηματική κατάσταση που εγείρεται όταν ένα άτομο θεωρεί πως ένα άλλο άτομο έχει κάτι που αυτό επιθυμεί, αλλά δεν έχει ακόμα αποκτήσει ή δεν θα αποκτήσει ποτέ. Η συνθήκη, λοιπόν, στην οποία εγείρεται ο φθόνος περιλαμβάνει δύο άτομα: το άτομο που βιώνει τον φθόνο και το άτομο που αποτελεί το αντικείμενο του φθόνου. Η υποκειμενική εμπειρία του φθόνου χαρακτηρίζεται από λαχτάρα απόκτησης αγαθών-πλούτου, δυσαρέσκεια για την ευτυχία των άλλων, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, αλλά και από συναισθήματα κατωτερότητας.
Η ζήλια δεν ανήκει στις πρώτες συναισθηματικές εμπειρίες που γνωρίζει ένας άνθρωπος, όπως η ευχαρίστηση, η στέρηση, ο φόβος και η αίσθηση της μοναξιάς, Τα νεογνά και τα μικρά μωρά δεν γνωρίζουν το συναίσθημα της ζήλιας. Θα το βιώσουν, όμως, αργότερα, όταν, έχοντας κατακτήσει κάποια προνόμια, απειληθούν ότι μπορεί να τα χάσουν. Αυτό θα συμβεί, λόγου χάρη, στα πρωτότοκα παιδιά με τη γέννηση ενός άλλου παιδιού στην οικογένεια, οπότε θα προκύψει μοίρασμα της αγάπης και της αποκλειστικής φροντίδας που απολάμβαναν ως τότε. Ο ερχομός στον κόσμο ενός νέου παιδιού είναι σημαντικό γεγονός για όλη την οικογένεια, για το πρωτότοκο, όμως, παιδί η γέννηση δεύτερου δεν είναι απλώς σημαντικό, είναι γεγονός συνταρακτικό. Για να καταλάβουν οι γονείς τα συναισθήματα που βιώνει το παιδί, όταν μοιράζεται την αγάπη και αισθάνεται την απώλεια της αποκλειστικότητας στο ενδιαφέρον των γονιών του, δεν έχουν παρά να σκεφθούν πώς θα αισθάνονταν οι ίδιοι, αν ξαφνικά ανακάλυπταν ότι στη μεταξύ τους σχέση υπάρχει εραστής ή ερωμένη.
Η πληροφόρηση του παιδιού για την αναμενόμενη γέννηση πρέπει να αρχίζει νωρίς και να είναι η σωστή. Οι ερωτήσεις του παιδιού για το πώς μπήκε το έμβρυο στην κοιλιά της μαμάς, γιατί και πότε θα βγει, καθώς και άλλες ερωτήσεις, που για μερικούς ίσως είναι ενοχλητικές, πρέπει να απαντώνται με ειλικρίνεια, γιατί η αλήθεια είναι το ασφαλέστερο καταφύγιο των γονιών και η καλύτερη επιλογή για την αντιμετώπιση κάθε κακοτοπιάς. Στις περιπτώσεις που δεν έχει γίνει καμιά προετοιμασία του παιδιού σε θέματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, η σωστή ανταπόκριση στα ερωτήματα με την ευκαιρία της εγκυμοσύνης της μητέρας του, δίνει άνετη διέξοδο στον προβληματισμό των γονιών για το πώς θα μπορούσαν να εξηγήσουν στο παιδί τη σύλληψη, το μεγάλωμα του εμβρύου και τη γέννησή του. Η μητέρα πρέπει να εξηγήσει και να προετοιμάσει το παιδί για τις νέες συνθήκες που θα προκύψουν και να τονίσει ότι μετά τη γέννηση του μωρού θα του ζητήσει τη συμπαράστασή του. Η ενεργητική συμμετοχή του μεγαλύτερου παιδιού με την επίβλεψη και την καθοδήγησή της μητέρας του στην περιποίηση, το τάισμα και το παιχνίδι του μωρού έχει πάντοτε ευεργετικά αποτελέσματα. Το παιδί δεν πρέπει να ξεσπιτώνεται και να πηγαίνει να μείνει με τη γιαγιά ή τη θεία, αλλά να έρχεται η γιαγιά ή η θεία στο σπίτι του και ο πατέρας του καλείται να αναπληρώσει και το ρόλο της μητέρας. Κάτι που ακόμα πρέπει να τονισθεί είναι ότι η επικέντρωση της προσοχής αποκλειστικά στο μωρό μετά τον ερχομό του στο σπίτι, η «αδιαφορία» προς το μεγαλύτερο παιδί και το οικογενειακό πανηγύρι με την δικαιολογημένη χαρά, δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εμφάνιση της ζήλιας.
Πολύ πριν τη γέννηση του μωρού οι γονείς πρέπει να ρυθμίσουν ορισμένα ζητήματα, που είναι ζωτικής σημασίας για την προσαρμογή του μεγαλύτερου παιδιού στη νέα κατάσταση. Πρώτα απ’ όλα, αν το παιδί κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο με τους γονείς, πρέπει πολλούς μήνες πριν τη γέννηση του μωρού, να μεταφερθεί στο δικό του δωμάτιο. Ποτέ αμέσως μετά τη γέννηση του καινούργιου παιδιού. Είναι πραγματικά τραγωδία να φέρουν το μωρό από το μαιευτήριο, να το κοιμίζουν στην κούνια δίπλα στο κρεβάτι της μητέρας και του πατέρα του και το μεγαλύτερο να μετακομίζει σε καινούργιο κρεβάτι, σε άλλο δωμάτιο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η μεταφορά σε άλλο δωμάτιο παίρνει το χαρακτήρα της έξωσης: «ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα!». Η θλίψη του παιδιού είναι αφάνταστη, νοιώθει ανασφάλεια, αισθάνεται ότι δεν το αγαπούν και η εμφάνιση του συναισθήματος της ζήλειας είναι αναπόφευκτη. Οι επιπτώσεις που μπορεί να εμφανιστούν από την καθυστερημένη αλλαγή δωματίου ισχύουν και για την περίπτωση που το παιδί αρχίσει να πηγαίνει στον βρεφονηπιακό σταθμό ή στο νηπιαγωγείο αμέσως μόλις έρθει το μωρό στο σπίτι.
Η συμπεριφορά του παιδιού που ζηλεύει απέναντι στο μωρό ποικίλλει. Όταν ρωτιέται αν αγαπάει το μωρό πάντα απαντά ότι το λατρεύει, μόνο που όταν το πάρει στην αγκαλιά, για να δείξει την αγάπη του, το σφίγγει μέχρι σκασμού! Άλλες φορές επιτίθεται χωρίς καμιά αναστολή με τσιμπήματα, με μπουνιές, βάζοντας το δάχτυλό του στο μάτι του μωρού, ακόμα και με αιχμηρά αντικείμενα ή με ό,τι βρει πρόχειρο. Είναι αυτονόητο ότι τέτοιες επιθέσεις πρέπει να προλαμβάνονται. Όταν γίνονται, συνήθως οι γονείς τιμωρούν το παιδί, το οποίο αισθάνεται ένοχο ήδη πριν τιμωρηθεί, και, όσο πιο συχνά και πιο σκληρά τιμωρείται, τόσο περισσότερο ένοχο αισθάνεται και όλο και πιο επιθετικό γίνεται. Συμβουλές του τύπου «πρέπει να αγαπάς το αδερφάκι σου», «αυτό σε αγαπάει, εσύ γιατί δεν το αγαπάς;», όχι μόνο είναι άσκοπες και χωρίς αποτέλεσμα, αλλά βλάπτουν, γιατί κάνουν το παιδί που ζηλεύει να αισθάνεται περισσότερο ένοχο. Εκείνο που χρειάζεται να κάνουν οι γονείς και οι λοιποί συγγενείς είναι να του ενισχύσουν το αίσθημα της ασφάλειας και της αυτοεκτίμησης, όχι μόνο με λόγια, αλλά με πράξεις που να δείχνει πόσο πολύ το εκτιμούν και το αγαπούν. Όχι με δώρα!
Όλα τα παιδιά του κόσμου είναι έτοιμα να παλέψουν για να εξασφαλίσουν την αγάπη των γονιών τους και, πιο ειδικά, για να τραβήξουν την προσοχή της μητέρας τους. Οι μεγάλοι αντίπαλοί τους είναι βέβαια τα αδέρφια τους, που και αυτά έχουν τις ίδιες προθέσεις πρωτιάς και αποκλειστικότητας. Γι’ αυτό και ο συχνότερος λόγος για τον οποίο τσακώνονται τα αδέρφια μεταξύ τους ‒κάτι σύνηθες και εντελώς φυσιολογικό‒ είναι για να βεβαιωθούν για την προτίμηση της μητέρας τους. Εξυπακούεται ότι ζήλια δεν βιώνουν μόνο τα πρωτότοκα παιδιά, αλλά όλα τα παιδιά, άσχετα από τη σειρά γέννησης, για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Μπορεί και το μικρότερο παιδί να ζηλεύει το μεγαλύτερο. Η κυριότερη αιτία του τελευταίου είναι η εξαιρετικά υποχωρητική στάση των γονιών προς το μεγάλο παιδί: στην προσπάθειά τους να προλάβουν ή να μετριάσουν τη ζήλια του προς το μικρότερο, ικανοποιούν κάθε αίτημά του, ακόμα και αν είναι παράλογο. Σε λίγο καιρό, όμως, διαπιστώνουν με λύπη ότι η τακτική που ακολούθησαν δεν κατάφερε να αποτρέψει αυτό που φοβόντουσαν, αφού η διαφορετική ή η άνιση μεταχείριση των παιδιών οδηγεί αναπόφευκτα, όχι μόνο στη ζήλια, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα συμπεριφοράς. Όταν οι γονείς παρεμβαίνουν στους τσακωμούς των αδελφών το πρόβλημα χειροτερεύει. Έχει παρατηρηθεί ότι όταν οι γονείς λείπουν από το σπίτι ‒κυρίως οι μητέρες‒ ή δεν επεμβαίνουν στις φιλονικίες των παιδιών τους, τα παιδιά συνυπάρχουν πιο ειρηνικά, προφανώς γιατί χάνεται το πιο βασικό νόημα του τσακωμού, που είναι η διεκδίκηση του ενδιαφέροντος, της αγάπης και της αποκλειστικότητας. Όταν η διαφορά ηλικίας των παιδιών είναι μικρότερη από ένα χρόνο ή μεγαλύτερη από πέντε χρόνια η ζήλια συνήθως έχει μικρότερη διάρκεια και δεν είναι έντονη. Αντίθετα διαφορά ηλικίας 2-4 χρόνων ευνοεί ιδιαίτερα την ανάπτυξη ζήλιας. Έχει παρατηρηθεί ακόμα ότι, όταν τα αδέρφια είναι του ίδιου φύλου, οι ανταγωνισμοί είναι εντονότεροι και η επιθετικότητα μεγαλύτερη και ότι η ζήλια είναι ηπιότερη όταν τα αδέρφια είναι διαφορετικού φύλου.
Η ζήλια του παιδιού είναι φυσιολογικό φαινόμενο. Το παιδί που δεν ζηλεύει ή δεν εκδηλώνει τη ζήλια του πρέπει να θεωρηθεί παθολογικό και πρέπει να προσεχθεί. Οι γονείς πρέπει να φροντίσουν να κάνουν πιο άνετη και αποτελεσματική την επικοινωνία με τα παιδιά τους και να τους δώσουν όση περισσότερη αγάπη και ασφάλεια μπορούν. Ακόμα πρέπει να σέβονται, να τονίζουν και να χαίρονται την μοναδικότητα του κάθε παιδιού, να μη τα συγκρίνουν μεταξύ τους, να μη τα μεταχειρίζονται άνισα, αλλά και να μην αδιαφορούν για την προσωπικότητα του κάθε παιδιού με την ισοπεδωτική γονεϊκή συμπεριφορά. Λιγότερη ζήλια είναι το καλύτερο αποτέλεσμα, αλλά και πιστοποιητικό της σωστής και ώριμης γονεϊκής συμπεριφοράς.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νέος Αγών στις 05/04/2023
Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Γιατί άνθρωποι με υψηλό δείκτη νοημοσύνης δεν τα καταφέρνουν στη ζωή, δεν διακρίνονται κοινωνικά και η προσωπική τους ζωή έχει τα χάλια της, ενώ άνθρωποι που δεν θα μπορούσαν να καυχηθούν για τις επιδόσεις τους στα τεστ νοημοσύνης πετυχαίνουν στην προσωπική τους ζωή και έλκουν σαν μαγνήτης τους γύρω τους λάμποντας σαν αστέρια;
Μια έννοια που μπήκε στη ζωή όλων μας τις τελευταίες δεκαετίες και μπορεί να δώσει την απάντηση είναι η συναισθηματική νοημοσύνη. Μια από τις πιο βασικές συνεισφορές της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι ότι εστίασε και έδωσε έμφαση στις συγκινήσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Μετά από χρόνια ερευνών, γνωρίζουμε πλέον ότι οι άνθρωποι με υψηλότερη συναισθηματική νοημοσύνη δεν είναι μόνο πιο ευτυχισμένοι, αλλά παίρνουν και καλύτερες αποφάσεις, είναι πιο επιτυχημένοι στο επάγγελμα και γίνονται πιο αποτελεσματικοί ηγέτες. Η ανεπτυγμένη συναισθηματική νοημοσύνη περιλαμβάνει αυτεπίγνωση και έλεγχο των παρορμήσεων, επιμονή, ζήλο και αυτοενεργοποίηση, ενσυναίσθηση και κοινωνική προσαρμοστικότητα. Η κατανόηση της λειτουργίας των δομών του εγκεφάλου οι οποίες δεσπόζουν σε στιγμές θυμού και φόβου ή πάθους και χαράς αποκαλύπτουν πολλά για το πώς αποκτούμε τις συναισθηματικές συνήθειες. Η παιδική και εφηβική ηλικία είναι κρίσιμα παράθυρα που δίνουν την ευκαιρία για την εδραίωση των ουσιωδών συναισθηματικών συνηθειών που θα κυβερνήσουν τη ζωή μας.
Ο συναισθηματικός εγκέφαλος παίζει αδιαμφισβήτητα πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του παιδιού, η συμπεριφορά του οποίου χαρακτηρίζεται από ενθουσιασμό, θυμό, επιθυμία και φόβο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό κα ωφέλιμο για τους γονείς να κατανοήσουν τα συναισθήματα του παιδιού τους, να μάθουν πώς να επικοινωνούν με τα συναισθήματα αυτά και πώς να συμβάλλουν στη συναισθηματική ανάπτυξή του. Γνωρίζουμε ότι ο συναισθηματικός εγκέφαλος διαδραματίζει καίριο ρόλο και στη ζωή των ενηλίκων, γιατί είναι πανταχού παρών στην καθημερινή μας ζωή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο διανοητικός εγκέφαλος είναι χτισμένος πάνω στον συναισθηματικό και ότι, για να μπορέσουν οι γονείς να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του συναισθηματικού εγκεφάλου, θα πρέπει να ακολουθήσουν κάποιες αρχές και στρατηγικές.
Η πρώτη βασική αρχή είναι η ανάπτυξη δεσμού ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, καθώς αυτό αποτελεί το κλειδί για την αυτοεκτίμησή του παιδιού. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το να βοηθάμε τα παιδιά να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους, Όταν ένα παιδί αισθάνεται ασφάλεια, αισθάνεται ότι η αγάπη που του προσφέρεται είναι αδιαπραγμάτευτη, μεγαλώνει νιώθοντας ότι το εκτιμούν και είναι ευτυχισμένο. Χωρίς έναν δεσμό εμπιστοσύνης και ασφάλειας το παιδί μπορεί να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. Η μαγεία του δεσμού ανάμεσα στη μητέρα και στο μωρό ξεκινά τη στιγμή της γέννησής του και οφείλεται στην ωκυτοκίνη, η οποία είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται κατά τον τοκετό και επιτρέπει στις γυναίκες να αντέξουν στις ωδίνες. Η ποιότητα του δεσμού μητέρας-παιδιού θα καθορίσει αργότερα και τους ρομαντικούς δεσμούς που θα σχηματίσει το παιδί όταν ενηλικιωθεί. Η ωκυτοκίνη είναι η ορμόνη της αγάπης που εκκρίνεται και όταν κρατάμε το παιδί στην αγκαλιά, χτενίζουμε τα μαλλιά του, το κρατάμε από το χέρι πηγαίνοντάς το στο σχολείο ή όταν παίζουμε μαζί του πετυχαίνοντας σωματική επαφή. Ο δεσμός ενισχύεται ακόμα περισσότερο αν κρατάμε το λόγο μας, δεν λέμε ψέματα, τηρούμε τις υποσχέσεις μας, το κάνουμε να νιώθει ότι έχει αξία και ικανοποιούμε τις βασικές του ανάγκες.
Ένας στενός δεσμός ανάμεσα στους γονείς και το παιδί μπορεί να βοηθήσει το παιδί να αναπτύξει την αγάπη για τον εαυτό του, αλλά είναι δύσκολο να αποκτήσει «καλή» αυτοεκτίμηση, εάν αυτή δεν συνοδεύεται από μια ικανή δόση αυτοπεποίθησης. Τα γονίδια που κληρονομούνται προδιαθέτουν για το κάθε παιδί μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αυτοπεποίθησης. Αν, βέβαια, το παιδί βοηθηθεί από τους γονείς του, θα αποκτήσει περισσότερη αυτοπεποίθηση και ξέρουμε σήμερα ότι ένας από τους λόγους που βλάπτουν την αυτοπεποίθηση του παιδιού είναι η υπερβολική ενασχόληση και η υπερπροστατευτικότητα. Για να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος του παιδιού στο θέμα της αυτοπεποίθησης πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχουν δύο πρωταγωνιστές στον εγκέφαλο του. Πρώτον μια δομή που λέγεται αμυγδαλή, η οποία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέρη του συναισθηματικού εγκεφάλου και ενεργοποιείται κάθε φορά που ο εγκέφαλος αντιμετωπίζει μια επικίνδυνη κατάσταση. Δεύτερον ο μετωπιαίος λοβός, ο οποίος ασκεί λειτουργία ελέγχου, δίνοντας στο παιδί τη δυνατότητα να ελέγξει τον φόβο του και να συνεχίσει. Σε κάθε κατάσταση που προκαλεί φόβο, αυτά τα δύο μέρη του εγκεφάλου συγκρούονται. Εάν κερδίσει η αμυγδαλή, το παιδί θα τρομάξει και εάν κερδίσει ο μετωπιαίος λοβός θα κυριαρχήσει ο φόβος. Ας υποθέσουμε ότι ένα παιδί που έμαθε να περπατάει πριν από λίγους μήνες στην προσπάθειά του να ανεβεί σε ένα παγκάκι πέφτει. Εάν ο γονιός επέμβει, το παιδί θα μάθει ότι χρειάζεται τους γονείς του για να νιώθει καλά. Εάν η μητέρα του βγάλει μια κραυγή ή το παιδί διακρίνει μια έκφραση τρόμου στο πρόσωπο των γονιών, θα ενεργοποιηθεί η αμυγδαλή και θα τρομάξει. Η αυτοπεποίθηση, λοιπόν, του παιδιού εξαρτάται άμεσα από την εμπιστοσύνη που του δείχνουν οι γονείς. Εάν το μόνο που κάνουν οι γονείς είναι να ανησυχούν για την υγεία, την ασφάλεια και την ευεξία του, τότε ο εγκέφαλος του παιδιού θα καταλάβει ότι ο κόσμος είναι επικίνδυνος και ότι δεν είναι ικανό να αντιμετωπίσει μόνο του τη ζωή. Μπροστά σε οποιαδήποτε πρόκληση ή νέα κατάσταση το παιδί θα αντιδρά με φόβο και θα κρύβεται κάτω από τη φούστα της μητέρας του για να αποφύγει την πρόκληση. Το παιδί που μεγαλώνει και νιώθει ότι οι γονείς του το εμπιστεύονται θα γίνει ένας ενήλικας που θα μπορεί να πετύχει τους στόχους και τις φιλοδοξίες του, της τύχης βοηθούσης!
Αναπόσπαστο κομμάτι της ανάπτυξης της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι να μπορούμε να ξεπερνάμε τους φόβους μας. Οι φόβοι είναι ένα φυσιολογικό κομμάτι της ανάπτυξης του παιδιού και μπορεί να είναι ενστικτώδεις (για τα φίδια, το σκοτάδι, κλπ.) ή επίκτητοι (π.χ. υψοφοβία μετά την πτώση από ένα δέντρο, φόβος για τα ζώα μετά από επίθεση σκύλου, κλπ.). Οι γονείς πρέπει να κατανοήσουν τη λειτουργία του εγκεφάλου για να μπορέσουν να βοηθήσουν τα παιδιά να ξεπεράσουν τους φόβους τους μετά από τραυματικές εμπειρίες. Το εξωτερικό μέρος του εγκεφάλου, που ονομάζεται εγκεφαλικός φλοιός απαρτίζεται από δύο ημισφαίρια, το αριστερό και το δεξιό. Οι τραυματικές εμπειρίες καταγράφονται στο δεξιό ημισφαίριο και γνωρίζουμε ότι μερικές σκηνές από τις τραυματικές εμπειρίες αποτυπώνονται στη μνήμη με τη μορφή εικόνων και αισθήσεων, ζουν σε αυτό το πιο διαισθητικό και οπτικό ημισφαίριο και μπορεί να παραμείνουν χαραγμένες στον εγκέφαλο του για πάντα, αν δεν κάνουμε κάτι για να το αποτρέψουμε. Εκείνο που έχουμε να κάνουμε είναι να προτρέψουμε το παιδί να μιλήσει γι’ αυτό που είδε και ένιωσε. Όταν ένας φοβισμένος άνθρωπος μιλάει και περιγράφει τι συνέβη, το αριστερό ημισφαίριο που είναι επιφορτισμένο με την ομιλία αρχίζει να επικοινωνεί με το δεξιό ημισφαίριο. Με αυτόν τον απλό τρόπο βοηθάμε το λεκτικό και λογικό μέρος του εγκεφάλου να βοηθήσει με τη σειρά του το οπτικό και συναισθηματικό μέρος να ξεπεράσει το βίωμα. Το παιδί θα θυμάται το γεγονός ως μια δυσάρεστη τραυματική εμπειρία, αλλά δεν θα βιώνει πλέον το ίδιο επίπεδο άγχους και θα εξελίσσεται σε έναν ατρόμητο ενήλικα γεμάτο αυτοπεποίθηση.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων με καλή συναισθηματική νοημοσύνη είναι η ευθύτητα, η οποία είναι ένας τρόπος επικοινωνίας, που μας επιτρέπει να νιώθουμε σιγουριά για τα δικαιώματά μας, τις απόψεις μας και τα συναισθήματά μας και να τα εκφράζουμε στους άλλους με σεβασμό. Όσοι τη διαθέτουν αισθάνονται πιο σίγουροι για τον εαυτό τους, διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο συγκρούσεων με άλλους και είναι πιο αποτελεσματικοί στην επίτευξη των στόχων τους. Χάρη στους νευρώνες-κάτοπτρα ο εγκέφαλος του παιδιού εξασκείται και μαθαίνει το ρεπερτόριο των συμπεριφορών που παρατηρεί στους γονείς του. Εάν το παιδί παρατηρήσει ότι οι γονείς του αντιμετωπίζουν μικρές συγκρούσεις με σαφήνεια και σεβασμό, θα αναπτύξει ένα ευθύ επικοινωνιακό ύφος.
Μια δεξιότητα που κάθε παιδί πρέπει να αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής του, για να γίνει ευτυχισμένος ενήλικας, είναι να μάθει να ξεπερνά την απογοήτευση. Ένας τρόπος να βοηθήσουμε, ώστε να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την απογοήτευση, είναι να του διδάξουμε την υπομονή. Αντί να σπεύδουμε να το βοηθήσουμε με το παραμικρό κάλεσμα, θα πρέπει να εμπιστευτούμε την ικανότητά του να περιμένει, φροντίζοντας για την ικανοποίηση των αναγκών το συντομότερο δυνατόν, με την ηρεμία και τη σιγουριά ότι μπορεί να ανταπεξέλθει σε μια μικρή δόση απογοήτευσης. Ακόμα πρέπει να προσπαθήσουμε να μάθει να τηρεί τα όρια, ειδικά τα χρονικά, γιατί είναι καλό για τον εγκέφαλό του η εκπαίδευση να συγκρατείται κάποιες φορές ή να περιμένει τη σειρά του για να πάρει αυτό που θέλει. Σίγουρα θα βιώσει κάποια απογοήτευση και ανυπομονησία, αλλά θα μάθει την έννοια της προσδοκίας, η οποία αποτελεί ένα άλλο χαρακτηριστικό των πολύ ευτυχισμένων ανθρώπων.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νέος Αγών στις 07/11/2023