Η ΖΗΛΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Η ζήλια και ο φθόνος ταξινομούνται στα συναισθήματα κοινωνικής σύγκρισης και σχετίζονται με την ικανότητα του ανθρώπου να έχει αντίληψη για τον εαυτό του, να συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους και να προβαίνει σε σχετική αξιολόγηση του ίδιου με βάση τη σύγκριση αυτή.

Η ζήλια είναι μια συναισθηματική κατάσταση που προκαλείται όταν ένα άτομο θεωρεί πως μια σημαντική σχέση του απειλείται από ένα τρίτο άτομο και εμφανίζεται σε συνθήκες, όπου συμμετέχουν τρία άτομα: το άτομο που βιώνει τη ζήλια, το άτομο που αυτός/ή ζηλεύει, με το οποίο έχει διαμορφώσει κάποιου είδους σχέση, και ο ανταγωνιστής που απειλεί τη σχέση. Η υποκειμενική εμπειρία της ζήλιας περιλαμβάνει συναισθήματα θυμού, φόβου για την απώλεια της αγάπης- αποκλειστικότητας και καχυποψία. Θα πρέπει, ωστόσο, να ξεχωρίζουμε τη ζήλια από τον φθόνο. Ο φθόνος ορίζεται ως μια συναισθηματική κατάσταση που εγείρεται όταν ένα άτομο θεωρεί πως ένα άλλο άτομο έχει κάτι που αυτό επιθυμεί, αλλά δεν έχει ακόμα αποκτήσει ή δεν θα αποκτήσει ποτέ. Η συνθήκη, λοιπόν, στην οποία εγείρεται ο φθόνος περιλαμβάνει δύο άτομα: το άτομο που βιώνει τον φθόνο και το άτομο που αποτελεί το αντικείμενο του φθόνου. Η υποκειμενική εμπειρία του φθόνου χαρακτηρίζεται από λαχτάρα απόκτησης αγαθών-πλούτου, δυσαρέσκεια για την ευτυχία των άλλων, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, αλλά και από συναισθήματα κατωτερότητας.
Η ζήλια δεν ανήκει στις πρώτες συναισθηματικές εμπειρίες που γνωρίζει ένας άνθρωπος, όπως η ευχαρίστηση, η στέρηση, ο φόβος και η αίσθηση της μοναξιάς, Τα νεογνά και τα μικρά μωρά δεν γνωρίζουν το συναίσθημα της ζήλιας. Θα το βιώσουν, όμως, αργότερα, όταν, έχοντας κατακτήσει κάποια προνόμια, απειληθούν ότι μπορεί να τα χάσουν. Αυτό θα συμβεί, λόγου χάρη, στα πρωτότοκα παιδιά με τη γέννηση ενός άλλου παιδιού στην οικογένεια, οπότε θα προκύψει μοίρασμα της αγάπης και της αποκλειστικής φροντίδας που απολάμβαναν ως τότε. Ο ερχομός στον κόσμο ενός νέου παιδιού είναι σημαντικό γεγονός για όλη την οικογένεια, για το πρωτότοκο, όμως, παιδί η γέννηση δεύτερου δεν είναι απλώς σημαντικό, είναι γεγονός συνταρακτικό. Για να καταλάβουν οι γονείς τα συναισθήματα που βιώνει το παιδί, όταν μοιράζεται την αγάπη και αισθάνεται την απώλεια της αποκλειστικότητας στο ενδιαφέρον των γονιών του, δεν έχουν παρά να σκεφθούν πώς θα αισθάνονταν οι ίδιοι, αν ξαφνικά ανακάλυπταν ότι στη μεταξύ τους σχέση υπάρχει εραστής ή ερωμένη.
Η πληροφόρηση του παιδιού για την αναμενόμενη γέννηση πρέπει να αρχίζει νωρίς και να είναι η σωστή. Οι ερωτήσεις του παιδιού για το πώς μπήκε το έμβρυο στην κοιλιά της μαμάς, γιατί και πότε θα βγει, καθώς και άλλες ερωτήσεις, που για μερικούς ίσως είναι ενοχλητικές, πρέπει να απαντώνται με ειλικρίνεια, γιατί η αλήθεια είναι το ασφαλέστερο καταφύγιο των γονιών και η καλύτερη επιλογή για την αντιμετώπιση κάθε κακοτοπιάς. Στις περιπτώσεις που δεν έχει γίνει καμιά προετοιμασία του παιδιού σε θέματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, η σωστή ανταπόκριση στα ερωτήματα με την ευκαιρία της εγκυμοσύνης της μητέρας του, δίνει άνετη διέξοδο στον προβληματισμό των γονιών για το πώς θα μπορούσαν να εξηγήσουν στο παιδί τη σύλληψη, το μεγάλωμα του εμβρύου και τη γέννησή του. Η μητέρα πρέπει να εξηγήσει και να προετοιμάσει το παιδί για τις νέες συνθήκες που θα προκύψουν και να τονίσει ότι μετά τη γέννηση του μωρού θα του ζητήσει τη συμπαράστασή του. Η ενεργητική συμμετοχή του μεγαλύτερου παιδιού με την επίβλεψη και την καθοδήγησή της μητέρας του στην περιποίηση, το τάισμα και το παιχνίδι του μωρού έχει πάντοτε ευεργετικά αποτελέσματα. Το παιδί δεν πρέπει να ξεσπιτώνεται και να πηγαίνει να μείνει με τη γιαγιά ή τη θεία, αλλά να έρχεται η γιαγιά ή η θεία στο σπίτι του και ο πατέρας του καλείται να αναπληρώσει και το ρόλο της μητέρας. Κάτι που ακόμα πρέπει να τονισθεί είναι ότι η επικέντρωση της προσοχής αποκλειστικά στο μωρό μετά τον ερχομό του στο σπίτι, η «αδιαφορία» προς το μεγαλύτερο παιδί και το οικογενειακό πανηγύρι με την δικαιολογημένη χαρά, δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εμφάνιση της ζήλιας.
Πολύ πριν τη γέννηση του μωρού οι γονείς πρέπει να ρυθμίσουν ορισμένα ζητήματα, που είναι ζωτικής σημασίας για την προσαρμογή του μεγαλύτερου παιδιού στη νέα κατάσταση. Πρώτα απ’ όλα, αν το παιδί κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο με τους γονείς, πρέπει πολλούς μήνες πριν τη γέννηση του μωρού, να μεταφερθεί στο δικό του δωμάτιο. Ποτέ αμέσως μετά τη γέννηση του καινούργιου παιδιού. Είναι πραγματικά τραγωδία να φέρουν το μωρό από το μαιευτήριο, να το κοιμίζουν στην κούνια δίπλα στο κρεβάτι της μητέρας και του πατέρα του και το μεγαλύτερο να μετακομίζει σε καινούργιο κρεβάτι, σε άλλο δωμάτιο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η μεταφορά σε άλλο δωμάτιο παίρνει το χαρακτήρα της έξωσης: «ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα!». Η θλίψη του παιδιού είναι αφάνταστη, νοιώθει ανασφάλεια, αισθάνεται ότι δεν το αγαπούν και η εμφάνιση του συναισθήματος της ζήλειας είναι αναπόφευκτη. Οι επιπτώσεις που μπορεί να εμφανιστούν από την καθυστερημένη αλλαγή δωματίου ισχύουν και για την περίπτωση που το παιδί αρχίσει να πηγαίνει στον βρεφονηπιακό σταθμό ή στο νηπιαγωγείο αμέσως μόλις έρθει το μωρό στο σπίτι.
Η συμπεριφορά του παιδιού που ζηλεύει απέναντι στο μωρό ποικίλλει. Όταν ρωτιέται αν αγαπάει το μωρό πάντα απαντά ότι το λατρεύει, μόνο που όταν το πάρει στην αγκαλιά, για να δείξει την αγάπη του, το σφίγγει μέχρι σκασμού! Άλλες φορές επιτίθεται χωρίς καμιά αναστολή με τσιμπήματα, με μπουνιές, βάζοντας το δάχτυλό του στο μάτι του μωρού, ακόμα και με αιχμηρά αντικείμενα ή με ό,τι βρει πρόχειρο. Είναι αυτονόητο ότι τέτοιες επιθέσεις πρέπει να προλαμβάνονται. Όταν γίνονται, συνήθως οι γονείς τιμωρούν το παιδί, το οποίο αισθάνεται ένοχο ήδη πριν τιμωρηθεί, και, όσο πιο συχνά και πιο σκληρά τιμωρείται, τόσο περισσότερο ένοχο αισθάνεται και όλο και πιο επιθετικό γίνεται. Συμβουλές του τύπου «πρέπει να αγαπάς το αδερφάκι σου», «αυτό σε αγαπάει, εσύ γιατί δεν το αγαπάς;», όχι μόνο είναι άσκοπες και χωρίς αποτέλεσμα, αλλά βλάπτουν, γιατί κάνουν το παιδί που ζηλεύει να αισθάνεται περισσότερο ένοχο. Εκείνο που χρειάζεται να κάνουν οι γονείς και οι λοιποί συγγενείς είναι να του ενισχύσουν το αίσθημα της ασφάλειας και της αυτοεκτίμησης, όχι μόνο με λόγια, αλλά με πράξεις που να δείχνει πόσο πολύ το εκτιμούν και το αγαπούν. Όχι με δώρα!
Όλα τα παιδιά του κόσμου είναι έτοιμα να παλέψουν για να εξασφαλίσουν την αγάπη των γονιών τους και, πιο ειδικά, για να τραβήξουν την προσοχή της μητέρας τους. Οι μεγάλοι αντίπαλοί τους είναι βέβαια τα αδέρφια τους, που και αυτά έχουν τις ίδιες προθέσεις πρωτιάς και αποκλειστικότητας. Γι’ αυτό και ο συχνότερος λόγος για τον οποίο τσακώνονται τα αδέρφια μεταξύ τους ‒κάτι σύνηθες και εντελώς φυσιολογικό‒ είναι για να βεβαιωθούν για την προτίμηση της μητέρας τους. Εξυπακούεται ότι ζήλια δεν βιώνουν μόνο τα πρωτότοκα παιδιά, αλλά όλα τα παιδιά, άσχετα από τη σειρά γέννησης, για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Μπορεί και το μικρότερο παιδί να ζηλεύει το μεγαλύτερο. Η κυριότερη αιτία του τελευταίου είναι η εξαιρετικά υποχωρητική στάση των γονιών προς το μεγάλο παιδί: στην προσπάθειά τους να προλάβουν ή να μετριάσουν τη ζήλια του προς το μικρότερο, ικανοποιούν κάθε αίτημά του, ακόμα και αν είναι παράλογο. Σε λίγο καιρό, όμως, διαπιστώνουν με λύπη ότι η τακτική που ακολούθησαν δεν κατάφερε να αποτρέψει αυτό που φοβόντουσαν, αφού η διαφορετική ή η άνιση μεταχείριση των παιδιών οδηγεί αναπόφευκτα, όχι μόνο στη ζήλια, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα συμπεριφοράς. Όταν οι γονείς παρεμβαίνουν στους τσακωμούς των αδελφών το πρόβλημα χειροτερεύει. Έχει παρατηρηθεί ότι όταν οι γονείς λείπουν από το σπίτι ‒κυρίως οι μητέρες‒ ή δεν επεμβαίνουν στις φιλονικίες των παιδιών τους, τα παιδιά συνυπάρχουν πιο ειρηνικά, προφανώς γιατί χάνεται το πιο βασικό νόημα του τσακωμού, που είναι η διεκδίκηση του ενδιαφέροντος, της αγάπης και της αποκλειστικότητας. Όταν η διαφορά ηλικίας των παιδιών είναι μικρότερη από ένα χρόνο ή μεγαλύτερη από πέντε χρόνια η ζήλια συνήθως έχει μικρότερη διάρκεια και δεν είναι έντονη. Αντίθετα διαφορά ηλικίας 2-4 χρόνων ευνοεί ιδιαίτερα την ανάπτυξη ζήλιας. Έχει παρατηρηθεί ακόμα ότι, όταν τα αδέρφια είναι του ίδιου φύλου, οι ανταγωνισμοί είναι εντονότεροι και η επιθετικότητα μεγαλύτερη και ότι η ζήλια είναι ηπιότερη όταν τα αδέρφια είναι διαφορετικού φύλου.
Η ζήλια του παιδιού είναι φυσιολογικό φαινόμενο. Το παιδί που δεν ζηλεύει ή δεν εκδηλώνει τη ζήλια του πρέπει να θεωρηθεί παθολογικό και πρέπει να προσεχθεί. Οι γονείς πρέπει να φροντίσουν να κάνουν πιο άνετη και αποτελεσματική την επικοινωνία με τα παιδιά τους και να τους δώσουν όση περισσότερη αγάπη και ασφάλεια μπορούν. Ακόμα πρέπει να σέβονται, να τονίζουν και να χαίρονται την μοναδικότητα του κάθε παιδιού, να μη τα συγκρίνουν μεταξύ τους, να μη τα μεταχειρίζονται άνισα, αλλά και να μην αδιαφορούν για την προσωπικότητα του κάθε παιδιού με την ισοπεδωτική γονεϊκή συμπεριφορά. Λιγότερη ζήλια είναι το καλύτερο αποτέλεσμα, αλλά και πιστοποιητικό της σωστής και ώριμης γονεϊκής συμπεριφοράς.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νέος Αγών στις 05/04/2023

    Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

    Γιατί άνθρωποι με υψηλό δείκτη νοημοσύνης δεν τα καταφέρνουν στη ζωή, δεν διακρίνονται κοινωνικά και η προσωπική τους ζωή έχει τα χάλια της, ενώ άνθρωποι που δεν θα μπορούσαν να καυχηθούν για τις επιδόσεις τους στα τεστ νοημοσύνης πετυχαίνουν στην προσωπική τους ζωή και έλκουν σαν μαγνήτης τους γύρω τους λάμποντας σαν αστέρια;

    Μια έννοια που μπήκε στη ζωή όλων μας τις τελευταίες δεκαετίες και μπορεί να δώσει την απάντηση είναι η συναισθηματική νοημοσύνη. Μια από τις πιο βασικές συνεισφορές της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι ότι εστίασε και έδωσε έμφαση στις συγκινήσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Μετά από χρόνια ερευνών, γνωρίζουμε πλέον ότι οι άνθρωποι με υψηλότερη συναισθηματική νοημοσύνη δεν είναι μόνο πιο ευτυχισμένοι, αλλά παίρνουν και καλύτερες αποφάσεις, είναι πιο επιτυχημένοι στο επάγγελμα και γίνονται πιο αποτελεσματικοί ηγέτες. Η ανεπτυγμένη συναισθηματική νοημοσύνη περιλαμβάνει αυτεπίγνωση και έλεγχο των παρορμήσεων, επιμονή, ζήλο και αυτοενεργοποίηση, ενσυναίσθηση και κοινωνική προσαρμοστικότητα. Η κατανόηση της λειτουργίας των δομών του εγκεφάλου οι οποίες δεσπόζουν σε στιγμές θυμού και φόβου ή πάθους και χαράς αποκαλύπτουν πολλά για το πώς αποκτούμε τις συναισθηματικές συνήθειες. Η παιδική και εφηβική ηλικία είναι κρίσιμα παράθυρα που δίνουν την ευκαιρία για την εδραίωση των ουσιωδών συναισθηματικών συνηθειών που θα κυβερνήσουν τη ζωή μας.
    Ο συναισθηματικός εγκέφαλος παίζει αδιαμφισβήτητα πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του παιδιού, η συμπεριφορά του οποίου χαρακτηρίζεται από ενθουσιασμό, θυμό, επιθυμία και φόβο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό κα ωφέλιμο για τους γονείς να κατανοήσουν τα συναισθήματα του παιδιού τους, να μάθουν πώς να επικοινωνούν με τα συναισθήματα αυτά και πώς να συμβάλλουν στη συναισθηματική ανάπτυξή του. Γνωρίζουμε ότι ο συναισθηματικός εγκέφαλος διαδραματίζει καίριο ρόλο και στη ζωή των ενηλίκων, γιατί είναι πανταχού παρών στην καθημερινή μας ζωή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο διανοητικός εγκέφαλος είναι χτισμένος πάνω στον συναισθηματικό και ότι, για να μπορέσουν οι γονείς να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του συναισθηματικού εγκεφάλου, θα πρέπει να ακολουθήσουν κάποιες αρχές και στρατηγικές.
    Η πρώτη βασική αρχή είναι η ανάπτυξη δεσμού ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, καθώς αυτό αποτελεί το κλειδί για την αυτοεκτίμησή του παιδιού. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το να βοηθάμε τα παιδιά να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους, Όταν ένα παιδί αισθάνεται ασφάλεια, αισθάνεται ότι η αγάπη που του προσφέρεται είναι αδιαπραγμάτευτη, μεγαλώνει νιώθοντας ότι το εκτιμούν και είναι ευτυχισμένο. Χωρίς έναν δεσμό εμπιστοσύνης και ασφάλειας το παιδί μπορεί να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. Η μαγεία του δεσμού ανάμεσα στη μητέρα και στο μωρό ξεκινά τη στιγμή της γέννησής του και οφείλεται στην ωκυτοκίνη, η οποία είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται κατά τον τοκετό και επιτρέπει στις γυναίκες να αντέξουν στις ωδίνες. Η ποιότητα του δεσμού μητέρας-παιδιού θα καθορίσει αργότερα και τους ρομαντικούς δεσμούς που θα σχηματίσει το παιδί όταν ενηλικιωθεί. Η ωκυτοκίνη είναι η ορμόνη της αγάπης που εκκρίνεται και όταν κρατάμε το παιδί στην αγκαλιά, χτενίζουμε τα μαλλιά του, το κρατάμε από το χέρι πηγαίνοντάς το στο σχολείο ή όταν παίζουμε μαζί του πετυχαίνοντας σωματική επαφή. Ο δεσμός ενισχύεται ακόμα περισσότερο αν κρατάμε το λόγο μας, δεν λέμε ψέματα, τηρούμε τις υποσχέσεις μας, το κάνουμε να νιώθει ότι έχει αξία και ικανοποιούμε τις βασικές του ανάγκες.
    Ένας στενός δεσμός ανάμεσα στους γονείς και το παιδί μπορεί να βοηθήσει το παιδί να αναπτύξει την αγάπη για τον εαυτό του, αλλά είναι δύσκολο να αποκτήσει «καλή» αυτοεκτίμηση, εάν αυτή δεν συνοδεύεται από μια ικανή δόση αυτοπεποίθησης. Τα γονίδια που κληρονομούνται προδιαθέτουν για το κάθε παιδί μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αυτοπεποίθησης. Αν, βέβαια, το παιδί βοηθηθεί από τους γονείς του, θα αποκτήσει περισσότερη αυτοπεποίθηση και ξέρουμε σήμερα ότι ένας από τους λόγους που βλάπτουν την αυτοπεποίθηση του παιδιού είναι η υπερβολική ενασχόληση και η υπερπροστατευτικότητα. Για να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος του παιδιού στο θέμα της αυτοπεποίθησης πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχουν δύο πρωταγωνιστές στον εγκέφαλο του. Πρώτον μια δομή που λέγεται αμυγδαλή, η οποία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέρη του συναισθηματικού εγκεφάλου και ενεργοποιείται κάθε φορά που ο εγκέφαλος αντιμετωπίζει μια επικίνδυνη κατάσταση. Δεύτερον ο μετωπιαίος λοβός, ο οποίος ασκεί λειτουργία ελέγχου, δίνοντας στο παιδί τη δυνατότητα να ελέγξει τον φόβο του και να συνεχίσει. Σε κάθε κατάσταση που προκαλεί φόβο, αυτά τα δύο μέρη του εγκεφάλου συγκρούονται. Εάν κερδίσει η αμυγδαλή, το παιδί θα τρομάξει και εάν κερδίσει ο μετωπιαίος λοβός θα κυριαρχήσει ο φόβος. Ας υποθέσουμε ότι ένα παιδί που έμαθε να περπατάει πριν από λίγους μήνες στην προσπάθειά του να ανεβεί σε ένα παγκάκι πέφτει. Εάν ο γονιός επέμβει, το παιδί θα μάθει ότι χρειάζεται τους γονείς του για να νιώθει καλά. Εάν η μητέρα του βγάλει μια κραυγή ή το παιδί διακρίνει μια έκφραση τρόμου στο πρόσωπο των γονιών, θα ενεργοποιηθεί η αμυγδαλή και θα τρομάξει. Η αυτοπεποίθηση, λοιπόν, του παιδιού εξαρτάται άμεσα από την εμπιστοσύνη που του δείχνουν οι γονείς. Εάν το μόνο που κάνουν οι γονείς είναι να ανησυχούν για την υγεία, την ασφάλεια και την ευεξία του, τότε ο εγκέφαλος του παιδιού θα καταλάβει ότι ο κόσμος είναι επικίνδυνος και ότι δεν είναι ικανό να αντιμετωπίσει μόνο του τη ζωή. Μπροστά σε οποιαδήποτε πρόκληση ή νέα κατάσταση το παιδί θα αντιδρά με φόβο και θα κρύβεται κάτω από τη φούστα της μητέρας του για να αποφύγει την πρόκληση. Το παιδί που μεγαλώνει και νιώθει ότι οι γονείς του το εμπιστεύονται θα γίνει ένας ενήλικας που θα μπορεί να πετύχει τους στόχους και τις φιλοδοξίες του, της τύχης βοηθούσης!
    Αναπόσπαστο κομμάτι της ανάπτυξης της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι να μπορούμε να ξεπερνάμε τους φόβους μας. Οι φόβοι είναι ένα φυσιολογικό κομμάτι της ανάπτυξης του παιδιού και μπορεί να είναι ενστικτώδεις (για τα φίδια, το σκοτάδι, κλπ.) ή επίκτητοι (π.χ. υψοφοβία μετά την πτώση από ένα δέντρο, φόβος για τα ζώα μετά από επίθεση σκύλου, κλπ.). Οι γονείς πρέπει να κατανοήσουν τη λειτουργία του εγκεφάλου για να μπορέσουν να βοηθήσουν τα παιδιά να ξεπεράσουν τους φόβους τους μετά από τραυματικές εμπειρίες. Το εξωτερικό μέρος του εγκεφάλου, που ονομάζεται εγκεφαλικός φλοιός απαρτίζεται από δύο ημισφαίρια, το αριστερό και το δεξιό. Οι τραυματικές εμπειρίες καταγράφονται στο δεξιό ημισφαίριο και γνωρίζουμε ότι μερικές σκηνές από τις τραυματικές εμπειρίες αποτυπώνονται στη μνήμη με τη μορφή εικόνων και αισθήσεων, ζουν σε αυτό το πιο διαισθητικό και οπτικό ημισφαίριο και μπορεί να παραμείνουν χαραγμένες στον εγκέφαλο του για πάντα, αν δεν κάνουμε κάτι για να το αποτρέψουμε. Εκείνο που έχουμε να κάνουμε είναι να προτρέψουμε το παιδί να μιλήσει γι’ αυτό που είδε και ένιωσε. Όταν ένας φοβισμένος άνθρωπος μιλάει και περιγράφει τι συνέβη, το αριστερό ημισφαίριο που είναι επιφορτισμένο με την ομιλία αρχίζει να επικοινωνεί με το δεξιό ημισφαίριο. Με αυτόν τον απλό τρόπο βοηθάμε το λεκτικό και λογικό μέρος του εγκεφάλου να βοηθήσει με τη σειρά του το οπτικό και συναισθηματικό μέρος να ξεπεράσει το βίωμα. Το παιδί θα θυμάται το γεγονός ως μια δυσάρεστη τραυματική εμπειρία, αλλά δεν θα βιώνει πλέον το ίδιο επίπεδο άγχους και θα εξελίσσεται σε έναν ατρόμητο ενήλικα γεμάτο αυτοπεποίθηση.
    Ένα κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων με καλή συναισθηματική νοημοσύνη είναι η ευθύτητα, η οποία είναι ένας τρόπος επικοινωνίας, που μας επιτρέπει να νιώθουμε σιγουριά για τα δικαιώματά μας, τις απόψεις μας και τα συναισθήματά μας και να τα εκφράζουμε στους άλλους με σεβασμό. Όσοι τη διαθέτουν αισθάνονται πιο σίγουροι για τον εαυτό τους, διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο συγκρούσεων με άλλους και είναι πιο αποτελεσματικοί στην επίτευξη των στόχων τους. Χάρη στους νευρώνες-κάτοπτρα ο εγκέφαλος του παιδιού εξασκείται και μαθαίνει το ρεπερτόριο των συμπεριφορών που παρατηρεί στους γονείς του. Εάν το παιδί παρατηρήσει ότι οι γονείς του αντιμετωπίζουν μικρές συγκρούσεις με σαφήνεια και σεβασμό, θα αναπτύξει ένα ευθύ επικοινωνιακό ύφος.
    Μια δεξιότητα που κάθε παιδί πρέπει να αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής του, για να γίνει ευτυχισμένος ενήλικας, είναι να μάθει να ξεπερνά την απογοήτευση. Ένας τρόπος να βοηθήσουμε, ώστε να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την απογοήτευση, είναι να του διδάξουμε την υπομονή. Αντί να σπεύδουμε να το βοηθήσουμε με το παραμικρό κάλεσμα, θα πρέπει να εμπιστευτούμε την ικανότητά του να περιμένει, φροντίζοντας για την ικανοποίηση των αναγκών το συντομότερο δυνατόν, με την ηρεμία και τη σιγουριά ότι μπορεί να ανταπεξέλθει σε μια μικρή δόση απογοήτευσης. Ακόμα πρέπει να προσπαθήσουμε να μάθει να τηρεί τα όρια, ειδικά τα χρονικά, γιατί είναι καλό για τον εγκέφαλό του η εκπαίδευση να συγκρατείται κάποιες φορές ή να περιμένει τη σειρά του για να πάρει αυτό που θέλει. Σίγουρα θα βιώσει κάποια απογοήτευση και ανυπομονησία, αλλά θα μάθει την έννοια της προσδοκίας, η οποία αποτελεί ένα άλλο χαρακτηριστικό των πολύ ευτυχισμένων ανθρώπων.

    Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νέος Αγών στις 07/11/2023

      ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ Ο ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

      Η κατανόηση της λειτουργίας του εγκεφάλου του παιδιού από τους γονείς είναι πολύ σημαντικό γεγονός, γιατί τους βοηθά να ερμηνεύουν τη συμπεριφορά του και να τροποποιούν τον λόγο και τη συμπεριφορά τους, προκειμένου να πετύχουν να αλλάξει και εκείνο τη δική του συμπεριφορά.

      Η πιο χρήσιμη ιατρική πληροφορία, που κάθε γονιός πρέπει να γνωρίζει, είναι ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος αποτελείται από τρεις διαφορετικούς, διασυνδεμένους «εγκεφάλους», οι οποίοι προέκυψαν κατά τη διάρκεια της εξέλιξης: τον ερπετοειδή εγκέφαλο, τον συναισθηματικό και τον λογικό εγκέφαλο. Ο ερπετοειδής είναι ο εγκέφαλος που μοιραζόμαστε με τα ερπετά και βρίσκεται στη βάση. Σε αυτόν τον εγκέφαλο υπάρχουν δομές που ρυθμίζουν τη λειτουργία της καρδιάς, της αναπνοής, του ύπνου, την πείνα, τη δίψα και μας επιτρέπουν να εντοπίζουμε τις αλλαγές της θερμοκρασίας. Ο συναισθηματικός εγκέφαλος αναπτύχθηκε την εποχή των πρώτων θηλαστικών και η λειτουργία του βασίζεται στην ικανότητα διάκρισης ανάμεσα στα ευχάριστα, όπως η αγάπη και η χαρά, και στα δυσάρεστα συναισθήματα, όπως η λύπη, ο φόβος και ο θυμός. Ο λογικός εγκέφαλος είναι εκείνος που διαφοροποιεί τους ανθρώπους από τα υπόλοιπα ζώα και μας επιτρέπει να έχουμε αυτεπίγνωση, να επικοινωνούμε, να σκεφτόμαστε λογικά, να μπαίνουμε στη θέση των άλλων ή να παίρνουμε αποφάσεις με βάση ένα πιο λογικό ή διαισθητικό σκεπτικό. Η κύρια διαφορά ανάμεσα στον εγκέφαλο του παιδιού και εκείνον του ενήλικα είναι ότι οι νευρώνες του ενήλικα έχουν ήδη αναπτύξει τρισεκατομμύρια συνδέσεις και επιπλέον ότι στα παιδιά τον έλεγχο της συμπεριφοράς τον έχουν ακόμη ο ερπετοειδής και ο συναισθηματικός εγκέφαλος.
      Μέχρι να χρονίσει το παιδί, οι γονείς θα πρέπει να αλληλεπιδρούν με τον πρωτόγονο εγκέφαλο του παιδιού και να ικανοποιούν τις βασικές του ανάγκες, δηλαδή την πείνα, τη δίψα, κλπ., και να καθησυχάζουν το μωρό. Μετά τον πρώτο χρόνο ο ερπετοειδής εγκέφαλος συνυπάρχει με τον συναισθηματικό και οι γονείς θα πρέπει να εφαρμόζουν στρατηγικές ώστε να μπορέσουν να επικοινωνήσουν τόσο με τα πρωτόγονα ένστικτα του παιδιού, όσο και με τις συναισθηματικές του ανάγκες για αγάπη κα ασφάλεια. Λίγο αργότερα, γύρω στα τρία, στη ζωή του παιδιού αρχίζει να πρωταγωνιστεί ο λογικός εγκέφαλος. Το παιδί είναι πλέον σε θέση να ελέγχει τα βασικά του ένστικτα και να καθοδηγείται από τη λογική, τη διαίσθηση και την επιθυμία. Οι γονείς του θα πρέπει να το βοηθήσουν να σκέφτεται, να συγκεντρώνει την προσοχή του ή να θυμάται προηγούμενες καταστάσεις-εμπειρίες, και να συνδεθεί με τον συναισθηματικό του εγκέφαλο. Τα εργαλεία που διαθέτουν οι γονείς για να υποστηρίξουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου είναι η υπομονή και η κατανόηση, η ενσυναίσθηση, η ενίσχυση των κανόνων και της θετικής συμπεριφοράς, οι εναλλακτικές λύσεις αντί για τιμωρία, και η καλή επικοινωνία.
      Η διαφορά σε όσα μπορεί να κάνει ένα παιδί και σε όσα πιστεύουν οι γονείς του ότι μπορεί να κάνει, συχνά δημιουργεί παρεξηγήσεις, αναστάτωση και θυμό, τα οποία μπορούν να αποφευχθούν αν καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει στον εγκέφαλό του. Σε αυτή την ηλικία (2-3 χρονών) ξεκινούν οι εκρήξεις θυμού και οι γονείς συνειδητοποιούν ότι η προσπάθεια απόσπασης της προσοχής δεν έχει πλέον αποτελέσματα, όπως παλαιότερα, και ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να απαντήσουν στο παιδί ευθέως με ένα ξεκάθαρο «όχι». Όταν το παιδί καταλάβει ότι η άρνηση είναι αμετάκλητη, ξεσπά στον εγκέφαλό του μια καταιγίδα. Το παιδί δεν έχει την ικανότητα να κατευνάσει την αγανάκτησή του, επειδή οι ανασταλτικοί νευρώνες που επιβραδύνουν ή αναστέλλουν αυτή τη συμπεριφορά ή το συναίσθημα δεν έχουν αναπτυχθεί έως την ηλικία των τεσσάρων χρονών. Ακόμα και να το ντροπιάσουν, να το απειλήσουν ή να το μαλώσουν το παιδί θα κλάψει, θα ουρλιάξει και θα κλωτσήσει, γεγονός που επιτρέπει στον εγκέφαλό του να εκτονώσει όλη αυτή τη συσσωρευμένη ενέργεια στους νευρώνες «δράσης» και έτσι, σταδιακά, να ηρεμήσει. Ωστόσο, πολλοί γονείς ερμηνεύουν αυτές τις ενέργειες ως «θεατρινισμούς» ή ως μια προσπάθεια χειραγώγησης, θυμώνουν, και αυτό δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την κατάσταση του παιδιού. Χρειάζεται, λοιπόν, υπομονή και κατανόηση. Μπορούμε να ηρεμήσουμε το παιδί αν του εξηγήσουμε, του δώσουμε χρόνο, το βοηθήσουμε να αισθανθεί ότι το καταλαβαίνουμε και το πάρουμε αγκαλιά.
      Ολοένα και περισσότερες μελέτες επιβεβαιώνουν ότι στη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού, το πιο βασικό είναι να νιώθει ότι το καταλαβαίνουν. Με τον τρόπο αυτό το παιδί αποκτά σιγουριά ότι με τις ικανότητές του θα τα καταφέρει να τα βγάλει πέρα και αισθάνεται ότι κάποιος θα το φροντίσει, εάν δεν τα καταφέρνει μόνο του. Αν ακούμε ένα παιδί επιδεικνύοντας ενσυναίσθηση, το βοηθάμε να κατανοήσει και να συνδέσει τα συναισθήματά του με τις σκέψεις του. Ο λογικός και ο συναισθηματικός εγκέφαλος συντονίζονται στην ίδια συχνότητα και αυτό ασκεί μια καταπραϋντική επίδραση στον συναισθηματικό εγκέφαλο.
      Τα εργαλεία που διαθέτουν οι γονείς για την ενίσχυση των κανόνων και της θετικής συμπεριφοράς είναι το προσωπικό παράδειγμα, ο έπαινος και το παιχνίδι. Τα παιδιά αναπτύσσουν ένα σημαντικό μέρος των διανοητικών και συναισθηματικών τους ικανοτήτων μέσω της παρατήρησης και της μίμησης. Στον εγκέφαλό τους υπάρχουν οι νευρώνες-κάτοπτρα που προβάρουν σιωπηρά πολλές από τις δικές μας συμπεριφορές, προπαρασκευάζοντας τον εγκέφαλο να επαναλάβει τις ίδιες συμπεριφορές σε παρόμοιες καταστάσεις. Έχει αποδειχθεί ότι καλά παραδείγματα συμπεριφοράς των γονέων είναι κρίσιμα για τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού στη διαχείριση του θυμού και της αγανάκτησης. Ο έπαινος θέτει σε λειτουργία το σύστημα της αμοιβής μέσω της διέγερσης ειδικών νευρώνων που παράγουν μια ορμόνη που λέγεται ντοπαμίνη, προκαλεί ευχαρίστηση, και επιτρέπει στο παιδί να συνδέσει μια συμπεριφορά με ένα συναίσθημα ικανοποίησης. Έχει επισημανθεί ότι η διαρκής ενίσχυση της συμπεριφοράς με ανταμοιβή μπορεί να αποβεί αρνητική για την αυτοεκτίμησή του και ότι οι υλικές ενισχύσεις παρέχουν λιγότερη επιβράβευση σε σχέση με τις συναισθηματικές και, άρα, γι’ αυτό είναι λιγότερο αποτελεσματικές. Το παιχνίδι του παιδιού με τον ενήλικα είναι πιο αποτελεσματικό (σε σχέση με την παροχή υλικών ανταμοιβών) στη διέγερση των νευρώνων που εκκρίνουν ντοπαμίνη, και επομένως η ενίσχυση της θετικής συμπεριφοράς είναι ισχυρότερη.
      Τα όρια είναι απαραίτητα για τη διαπαιδαγώγηση του εγκεφάλου, διότι υπάρχει μια ολόκληρη περιοχή που ονομάζεται «προμετωπιαία», η οποία είναι αποκλειστικά αφιερωμένη στη θέσπιση ορίων, στην επιβολή τους, στην υποστήριξη του ανθρώπου ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει το αίσθημα δυσφορίας που προκύπτει όταν αναγκάζεται να συμμορφωθεί με αυτά. Η περιοχή αυτή είναι σημαντική και για την ευτυχία. Γνωρίζουμε ότι η ικανότητα των παιδιών να θέτουν όρια στον εαυτό τους και να έχουν αυτοέλεγχο είναι ο καλύτερος δείκτης ακαδημαϊκής και κοινωνικής επιτυχίας και ακόμα ότι συμβάλλουν στην πρόληψη της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και άλλων προβλημάτων. Όταν θέτουμε όρια, αφενός βοηθάμε το παιδί να βελτιώσει τον αυτοέλεγχό του και αφετέρου το διευκολύνουμε να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις, κάνοντάς το πιο ευέλικτο και ευπροσάρμοστο.
      Η τιμωρία μπορεί ενίοτε να πετυχαίνει το στόχο της, αλλά θεωρείται λανθασμένη στρατηγική διαπαιδαγώγησης για πολλούς λόγους. Πρώτον διδάσκει στο παιδί ότι είναι ένα αποδεκτό είδος συμπεριφοράς. Το παιδί μαθαίνει ότι μπορεί να ξεσπάει στους άλλους, όταν εκνευρίζεται, και ότι, όταν κάνει τον άλλο να αισθανθεί άσχημα, αποκαθίσταται ένα μέρος της ζημιάς που είχε προκαλέσει ο τελευταίος. Η δεύτερη αρνητική επίπτωση είναι ότι αυξάνει το αίσθημα της ενοχής, αφού το παιδί ήδη αισθάνεται ένοχο για την πράξη που έκανε και για την οποία τιμωρείται. Η τελευταία και πιο αρνητική επίπτωση της τιμωρίας είναι το δίδαγμα που αποκομίζει το παιδί για τον εαυτό του. Όταν τιμωρούμε ένα παιδί επειδή δεν μας υπακούει ή όταν το μαλώνουμε και το αποκαλούμε άτακτο, κλπ., ο εγκέφαλός του χρησιμοποιεί αυτή την πληροφορία για να σχηματίσει μια «αυτοεικόνα». Κάθε φορά που λέμε μια φράση που αρχίζει από το «είσαι», ο εγκέφαλος του παιδιού αποθηκεύει το δεδομένο σε μια δομή που ονομάζεται «ιππόκαμπος», η οποία έχει την ευθύνη να αποθηκεύει όλες τις γνώσεις για τον κόσμο και τον εαυτό, δίνοντάς του τη δυνατότητα να λαμβάνει αποφάσεις για τη ζωή του. Εάν το παιδί θεωρεί ότι είναι γενναίο ή υπάκουο θα πράττει αντίστοιχα, ενώ εάν τα μηνύματα από τους γονείς ή τους δασκάλους του έχουν κάνει το παιδί να πιστεύει ότι είναι άτακτο, κλαψιάρικο, ψεύτης/ψεύτρα, κλπ. θα συμπεριφέρεται σύμφωνα με αυτή την εικόνα. Υπάρχουν, λοιπόν, άλλες στρατηγικές, που είναι λιγότερο επιβλαβείς, πιο αποτελεσματικές και δημιουργούν πολύ λιγότερες ενοχές από την τιμωρία, όπως η ενίσχυση της θετικής συμπεριφοράς, το να θέτουμε τα παιδιά μπροστά στις συνέπειες των πράξεών τους και να τα βοηθάμε να επανορθώσουν τα σφάλματά τους, όταν έχουν προκαλέσει βλάβη σε άλλους ανθρώπους.
      Γνωρίζουμε σήμερα ότι η επικοινωνία με ενσυναίσθηση ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά είναι η κύρια οδός διανοητικής ανάπτυξης τα πρώτα χρόνια της ζωής. Η μνήμη, η συγκέντρωση, η γλώσσα, η γνώση του περιβάλλοντος, ο αυτοέλεγχος και η αφαιρετική σκέψη χρειάζονται την επικοινωνία για να ανθίσουν. Ο εγκέφαλος του παιδιού είναι προγραμματισμένος να μάθει και να αποκτήσει όλες τις διανοητικές ικανότητες που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο, αλλά χωρίς ενθάρρυνση και συζήτηση με τους γονείς, ποτέ δεν πρόκειται να αναπτυχθούν πλήρως.

      Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νέος Αγών στις 25/10/2023