ΠΕΡΙ ΑΤΟΜΙΚΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ ΜΑΘΗΤΗ

Μιας και σύμφωνα με την αρΦ.6/304/75662/Γ1/ 21.5.2014 , (ΦΕΚ 1296 τ. Β΄/2014) ΚΥΑ αυτή την περίοδο παραδίδονται από τους γονείς στα Σχολεία τα Ατομικά Δελτία Υγείας Μαθητών (Α.Δ.Υ.Μ.) παραθέτουμε ορισμένες χρήσιμες διευκρινήσεις:

  • Το Α.Δ.Υ.Μ. έχει τριετή ισχύ και κατατίθεται στην οικεία σχολική μονάδα ως δικαιολογητικό εγγραφής του μαθητή τριας στο Νηπιαγωγείο και στην Α΄ Τάξη του Δημοτικού και στη έναρξη φοίτησης στη Δ΄ Τάξη του Δημοτικού, στην Α΄ Τάξη του Γυμνασίου και στην Α΄ Τάξη του Λυκείου.
  • Πρέπει να κατατεθεί στην οικεία σχολική μονάδα το αργότερο έως το τέλος Σεπτεμβρίου.
  • Δεν είναι ένα ακόμη «τυπικό έγγραφο» αλλά αποσκοπεί στην προστασία και την προάσπιση της υγείας και της ζωής των μαθητών και αποτελεί μέσο επικοινωνίας του ιατρού με τη σχολική μονάδα.
  • Συντάσσεται μετά από προληπτική ιατρική εξέταση που περιλαμβάνει τη λήψη ιατρικού ιστορικού και τη φυσική εξέταση ΚΑΙ ΜΟΝΟ εφόσον απαιτούνται, άλλες παρακλινικές εξετάσεις.
  • Το Α.Δ.Υ.Μ. αποτελεί ένα ενιαίο έντυπο ΜΙΑΣ ΣΕΛΙΔΑΣ που περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: (1) Γενικά – δημογραφικά στοιχεία (2) Πληροφορίες για ενημέρωση του σχολείου: Σημειώνονται οι πληροφορίες που κατά την κρίση του ιατρού πρέπει να είναι σε γνώση των υπεύθυνων της σχολικής μονάδας σε συνεννόηση με γονέα/κηδεμόνα και το ίδιο το παιδί (ανάλογα με την ηλικία) και χωρίς να παραληφθούν πληροφορίες που η απουσία τους μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τον μαθητή/τρια. (3) Γνωμάτευση για συμμετοχή στο μάθημα φυσικής αγωγής, σε αθλητικές και άλλες δραστηριότητες του σχολείου. (4) Γνωμάτευση μετά από ειδικό έλεγχο για συμμετοχή στο μάθημα φυσικής αγωγής, σε αθλητικές και άλλες δραστηριότητες του σχολείου: Συμπληρώνεται μόνο στην περίπτωση που ο ιατρός που πραγματοποίησε την προληπτική εξέταση συνέστησε παραπομπή σε ιατρό άλλης ειδικότητας.
  • Τα Α.Δ.Υ.Μ. είναι απόρρητα έγγραφα και διέπονται από τις αρχές και τους κανόνες για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των ευαίσθητων δεδομένων. Φυλάσσονται, εντός ειδικού φακέλου, σε ασφαλή χώρο της σχολικής μονάδας με ευθύνη του διευθυντή.
  • Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΛΙΔΑ που συνοδεύει το Α.Δ.Υ.Μ. δεν αποτελεί μέρος του, ονομάζεται ΦΥΛΛΟ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ Α.Δ.Υ.Μ. και φυλάσεται ΜΟΝΟ στο αρχείο του Ιατρού ή της μονάδας υγείας που έγινε η εξέταση και ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΙΔΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Σε πολλά Σχολεία όμως παρατύπως το Α.Δ.Υ.Μ. και το φύλλο εξέτασης εκτυπώνονται σε ένα φύλο χαρτιού, με αποτέλεσμα μετά τη συμπλήρωση να καταλήγουν μαζί στο αρχείο του Σχολείου, φέροντας κάποιες φορές ευαίσθητες πληροφορίες του Ιατρικού ιστορικού του παιδιού που δεν αφορούν το Σχολείο. Άρα λοιπόν, για την ορθή διαχείρισή τους, επιβάλλεται τα δύο έγγραφα να εκτυπώνονται σε δύο διαφορετικά φύλα χαρτιού.

Βασίλειος Η. Γκιζλής MD, MSc 
Γενικός/Οικογενειακός Ιατρός με μετεκπαίδευση στον Σακχαρώδη Διαβήτη,
Γραμματέας Ελληνικού Δικτύου Διαβήτη στην Π.Φ.Υ.

Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος: Μια νόσος με πολλαπλά προσωπεία

Του Ιωάννη Παπαλόπουλου, Ειδικού Ρευματολόγου

Ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (ΣΕΛ) αποτελεί ένα συστηματικό, αυτοάνοσο νόσημα με μεγάλο εύρος συμπτωμάτων και κλινικών εκδηλώσεων, καθώς προσβάλλει πολλαπλά όργανα του ανθρώπινου οργανισμού, με βαρύτητα που ποικίλει.

Η επίπτωση της νόσου στο γενικό πληθυσμό υπολογίζεται στο 0,1% . Η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών είναι γυναίκες, ωστόσο και οι άντρες μπορούν να νοσήσουν. Το ηλικιακό φάσμα που συνήθως γίνεται η διάγνωση κυμαίνεται ανάμεσα στα 15 με 50 έτη ζωής.

Ο ακριβής παθογενετικός μηχανισμός της νόσου δε είναι σαφής. Σε ανθρώπους με συγκεκριμένο γενετικό υπόστρωμα επιδρούν περιβαλλοντικοί παράγοντες- όχι επαρκώς αναγνωρισμένοι- και αυτό οδηγεί στην εμφάνιση κλινικών εκδηλώσεων.

Αναφορικά με την κληρονομικότητα, τα παιδιά –ιδίως οι κόρες- μητέρας με ΣΕΛ έχουν λίγο μεγαλύτερη πιθανότητα από το γενικό πληθυσμό να αναπτύξουν το νόσημα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οπωσδήποτε θα συμβεί. Δυνατότητα προγεννητικού ελέγχου ή προληπτικής εξέτασης που θα γνωστοποιήσει αν ένα παιδί μελλοντικά θα εμφανίσει τη νόσο δεν υπάρχει.

Η κλινική εικόνα ποικίλει σημαντικά. Χαρακτηριστική εκδήλωση της νόσου είναι η προσβολή του δέρματος, με πρόκληση πολλών εξανθημάτων, με δημοφιλέστερο το ερύθημα «δίκην πεταλούδας» στο πρόσωπο. Τυπικές εκδηλώσεις είναι η τριχόπτωση έως και αλωπεκία, οι άφθες στοματικής κοιλότητας και η φλεγμονή σε μικρές αρθρώσεις άκρων χειρών και ποδών, με πρωινή δυσκαμψία.

Συχνά συνυπάρχουν αδυναμία, εύκολη κόπωση, κακουχία, δεκατική πυρετική κίνηση που διαρκεί μέρες ή εβδομάδες. Ενίοτε ανευρίσκονται συλλογές υγρού σε πνεύμονες και καρδιά, διόγκωση ήπατος και σπλήνα, αναιμία, χαμηλά λευκά αιμοσφαίρια, αλλά και χαμηλά αιμοπετάλια που μπορεί να προκαλέσουν μώλωπες και αιμορραγία από τα ούλα ή τη μύτη.

Σπανιότερες – αλλά βαρύτερες – εκδηλώσεις αποτελούν η προσβολή των νεφρών, με απώλεια λευκώματος στα ούρα, αύξηση της αρτηριακής πίεσης και της κρεατινίνης, αλλά και η προσβολή του νευρικού συστήματος, με πιθανότητα εμφάνισης ως και επιληπτικών σπασμών. Η διάγνωση του ΣΕΛ βασίζεται στις κλινικές εκδηλώσεις. Οι εργαστηριακές εξετάσεις και κυρίως τα αυτοαντισώματα συνδράμουν σημαντικά , αλλά δεν καθορίζουν τη διάγνωση.

Η θεραπεία της νόσου, όπως και η παρακολούθησή της από ρευματολόγο, είναι χρόνια. Τα στεροειδή στα αρχικά στάδια της νόσου, αλλά και φάρμακα όπως η υδροξυχλωροκίνη, η αζαθειοπρίνη, η μεθοτρεξάτη, το μυκοφαινολικό οξύ κλπ, έχουν βελτιώσει σημαντικά την επιβίωση των ασθενών στις μέρες μας. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι οι ασθενείς με Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο αποθνήσκουν κυρίως από καρδιαγγειακά επεισόδια ( εγκεφαλικά, εμφράγματα) και λοιμώξεις παρά από τις ίδιες τις εκδηλώσεις της νόσου.

ΑΓΚΥΛΟΠΟΙΗΤΙΚΗ Ή ΑΞΟΝΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΑΡΘΡΙΤΙΔΑ: Η φλεγμονώδης νόσος της Σπονδυλικής Στήλης

Του Ιωάννη Παπαλόπουλου, Ειδικού Ρευματολόγου

Η αξονική σπονδυλαρθρίτιδα (γνωστή ως αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα στο παρελθόν), είναι μια φλεγμονώδης αρθρίτιδα που ανήκει στην κατηγορία των σπονδυλαρθριτίδων, μαζί με την ψωριασική αρθρίτιδα, την αντιδραστική αρθρίτιδα, την ενετεροπαθητική αρθρίτιδα και τη νεανική σπονδυλαρθρίτιδα. Προσβάλλει κατά κύριο λόγο τον αξονικό σκελετό, ξεκινώντας από τις ιερολαγόνιες αρθρώσεις και επεκτείνεται ανιόντως σε όλες τις μοίρες της σπονδυλικής στήλης (οσφύ, θώρακα, αυχένα), καθώς και στα ισχία και τους ώμους.

Η νόσος εκδηλώνεται σε άτομα νεαρής ηλικίας, στην πλειονότητα των περιπτώσεων κάτω των 45 ετών, συνηθέστερα στην Τρίτη δεκαετία της ζωής. Οι άνδρες νοσούν καθ΄υπεροχή σε αναλογία 2:1 σε σχέση με τις γυναίκες. Η συχνότητα υπολογίζεται μεταξύ 0,5-1 % του γενικού πληθυσμού. Συγγενείς πρώτου βαθμού έχουν 5 16% πιθανότητα να αναπτύξουν τη νόσο.

Αναφορικά με την αιτιολογία της νόσου, ο ακριβής μηχανισμός που την προκαλεί είναι άγνωστος. Φαίνεται να πρόκειται για αλληλεπίδραση γενετικού υποστρώματος και μη εξακριβωμένων προς το παρόν περιβαλλοντικών παραγόντων. Οι περισσότεροι ασθενείς φέρουν στα κύτταρά τους το αντιγόνο ιστοσυμβατότητας Β27 (HLA-B27), το οποίο όμως υπάρχει στο 6-8% του υγιούς πληθυσμού.

Βασικό κλινικό χαρακτηριστικό της νόσου είναι ο πόνος χαμηλά στη μέση (οσφυαλγία), ο οποίος είναι χειρότερος τις πρώτες πρωινές ώρες μετά την αφύπνιση, συνοδεύεται από δυσκαμψία για πάνω από 30 λεπτά και βελτιώνεται στη διάρκεια της ημέρας με την κίνηση και τη δραστηριότητα. Είναι δε τα άνω χαρακτηριστικά αυτά που τον διακρίνουν από τα μηχανικά αίτια πόνου στην περιοχή (μυικός σπασμός, κήλες μεσοσπονδυλίων δίσκων κλπ). Προϊόντος του χρόνου, εφόσον η νόσος δε διαγνωστεί έγκαιρα, η χρόνια φλεγμονή οδηγεί σε χρόνιες, μη αναστρέψιμες βλάβες στη σπονδυλική στήλη, με σημαντικό περιορισμό στο εύρος κίνησης σε όλο το μήκος της, με αποτέλεσμα κύφωση στη θωρακική μοίρα, αγκύλωση αυχένα, ευθειασμό της οσφυικής μοίρας.

Επιπλέον, μπορούν να προσβληθούν μεγάλες αρθρώσεις, όπως ισχία, ώμοι, γόνατα, ποδοκνημικές, συνήθως ασύμμετρα. Συνηθισμένες εκδηλώσεις είναι η δακτυλίτιδα, με το δάκτυλο χεριού ή ποδιού να διογκώνεται «σα λουκάνικο», καθώς και η ενθεσίτιδα (φλεγμονή στο σημείο εναπόθεσης τενόντων και συνδέσμων στο οστό), με χαρακτηριστικότερες θέσεις τον Αχίλλειο τένοντα και την πελματιαία απονεύρωση. Τέλος, από τη νόσο μπορούν να προσβληθούν και άλλα όργανα, όπως ο οφθαλμός με ιριδοκυκλίτιδα και λιγότερο συχνά το έντερο με διαρροϊκές κενώσεις. Σπάνια, σε προχωρημένη νόσο, μπορεί να προκληθεί περιοριστικό σύνδρομο στους πνεύμονες και ίνωση στα ανώτερα πνευμονικά πεδία, καθώς και ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας. Η διάγνωση της νόσου βασίζεται στο ατομικό αναμνηστικό, την κλινική εξέταση, ενώ βοηθητική είναι η αύξηση των δεικτών φλεγμονής. Η επιβεβαίωσή της γίνεται είτε με μαγνητική τομογραφία ιερολαγονίων αρθρώσεων είτε με απλή ακτινογραφία σε εγκατεστημένη νόσο.

Ως προς τη θεραπεία, για την αντιμετώπιση της φλεγμονής στη σπονδυλική στήλη αρχικά δίνονται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, τα οποία όμως λόγω ανεπαρκούς απόκρισης, παρενεργειών ή αντενδείξεων δεν αρκούν ως αγωγή για τη μεγάλη πλειονότητα των ασθενών. Εξέχουσα θέση στην εποχή μας στο θεραπευτικό αλγόριθμο της αξονικής σπονδυλαρθρίτιδας κατέχουν οι βιολογικοί παράγοντες (αναστολείς TNF-α, ιντερλευκινών) που επιτυγχάνουν εξαιρετικά αποτελέσματα σε υψηλά ποσοστά, τόσο για την προσβολή του αξονικού σκελετού, όσο και στην περιφερική νόσο. Η κορτιζόνη, πέραν των τοπικών εγχύσεων, δεν προτείνεται στη θεραπεία της νόσου, όπως και τα συνθετικά τροποποιητικά φάρμακα (μεθοτρεξάτη, λεφλουνομίδη κλπ), καθώς δε βελτιώνουν σημαντικά τη φλεγμονή της σπονδυλικής στήλης.

ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ: Τι είναι, ποιες οι μορφές της, πώς θεραπεύεται

Του Ιωάννη Παπαλόπουλου, Ειδικού Ρευματολόγου

Η ψωρίαση είναι μία συχνή δερματική νόσος στους Καυκάσιους –συχνότητα 1% έως 3% – η οποία προσβάλλει όμοια τα δύο φύλα.

10-20% των πασχόντων από ψωρίαση θα εμφανίσουν ψωριασική αρθρίτιδα, δηλαδή συνοδό φλεγμονή είτε των περιφερικών αρθρώσεων είτε του αξονικού σκελετού (σπονδυλική στήλη, ώμοι, ισχία). Εξ΄αυτών, στα 2/3 των περιπτώσεων η ψωρίαση θα εμφανιστεί πριν την εκδήλωση της αρθρίτιδας, ενώ στο υπόλοιπο 1/3 θα υπάρχει ταυτόχρονη έναρξη συμπτωμάτων από δέρμα και αρθρώσεις ή η αρθρίτιδα θα προηγείται της ψωρίασης. Οι ανωτέρω ασθενείς χρήζουν αγωγής και παρακολούθησης από Ρευματολόγο.

Η προσβολή των αρθρώσεων στην ψωριασική αρθρίτιδα ποικίλει. Συνηθέστερα προσβάλλονται οι μικρές αρθρώσεις άκρων χειρών και ποδών, ενίοτε συμμετρικά. Ωστόσο, η προσβολή μπορεί να είναι ασύμμετρη και να αφορά στις μεγάλες περιφερικές αρθρώσεις ( γόνατα, αγκώνες, ποδοκνημικές), αλλά και τμηματικά στη σπονδυλική στήλη. Σπανιότερη μορφή πια είναι η καταστροφική αρθρίτιδα των τελικών φαλάγγων άκρων χειρών και ποδών (arthritis mutilans).

Η αιτιολογία της ψωριασικής αρθρίτιδας –όπως συμβαίνει με τα περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα- δε είναι απολύτως διευκρινισμένη. Φαίνεται, ωστόσο, να εμπλέκονται γενετικοί, όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Μελέτες οικογενειών έχουν δείξει πως ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου πολλαπλασιάζεται, αν πρώτου βαθμού συγγενείς πάσχουν από ψωρίαση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ύπαρξη ψωρίασης στο γονέα δε συνεπάγεται πως το παιδί του απαραίτητα θα νοσήσει .

Η διάγνωση της νόσου τίθεται με το αναμνηστικό ( ατομικό και οικογενειακό) και την κλινική εξέταση. Δεν υπάρχουν ανοσολογικές ή άλλες ειδικές αιματολογικές εξετάσεις που την τεκμηριώνουν. Ενίοτε, βοηθητική είναι η ακτινολογική εικόνα σε άνω/κάτω άκρα και σπονδυλική στήλη, αν και στα αρχικά στάδια της νόσου χαρακτηριστικές βλάβες συχνά απουσιάζουν.

Όπως με όλες τις φλεγμονώδεις αρθρίτιδες, η ταχεία διάγνωση και θεραπεία είναι εξόχως σημαίνουσα στην ψωριασική αρθρίτιδα, προς αποφυγή ακτινολογικής επιδείνωσης και μόνιμων βλαβών. Την τελευταία εικοσαετία έχουν πραγματοποιηθεί άλματα αναφορικά με τις διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές για τη νόσο. Παρά την ετερογένεια και το ευρύ φάσμα εκδηλώσεων στην ψωριασική αρθρίτιδα, στη φαρέτρα του σύγχρονου ρευματολόγου υπάρχουν φάρμακα με αξιόλογη αποτελεσματικότητα και πολύ καλό προφίλ ασφάλειας και αυτό είναι ένα μήνυμα που πρέπει να εμπεδωθεί στην κοινότητα των πασχόντων.

Πέραν των συμβατικών τροποποιητικών φαρμάκων (Μεθοτρεξάτη, Λεφλουνομίδη, Κυκλοσπορίνη), οι βιολογικοί παράγοντες (αναστολείς TNFα, ιντερλευκινών κλπ) έχουν παρουσιάσει σπουδαία αποτελέσματα, τόσο στις μελέτες, όσο και στην καθημερινή κλινική πράξη. Η ορθή -βάσει των οδηγιών- και εξατομικευμένη χρήση τους μπορεί να καταστήσει την παρατεταμένη ύφεση στην ψωριασική αρθρίτιδα επιτεύξιμο και προσδοκώμενο στόχο για θεράποντες και ασθενείς.

Ρευματοειδής αρθρίτιδα: Η συχνότερη μορφή φλεγμονώδους αρθρίτιδας

Του Ιωάννη Παπαλόπουλου, Ειδικού Ρευματολόγου

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μία χρόνια νόσος που προκαλεί φλεγμονή στις αρθρώσεις, δηλαδή πόνο, διόγκωση, δυσκαμψία και απώλεια λειτουργικότητας. Η συχνότητα εμφάνισης της νόσου στο γενικό πληθυσμό υπολογίζεται γύρω στο 1%. Οι γυναίκες προσβάλλονται με τριπλάσια συχνότητα από τους άνδρες. Η προσβολή μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία, συχνότερα όμως η νόσος εμφανίζεται κατά την 3 η και 4 η δεκαετία της ζωής.

Όπως με τα περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα, η ακριβής αιτία εμφάνισης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας δεν είναι απολύτως διευκρινισμένη, παρά την πρόοδο των γνώσεών μας τα τελευταία χρόνια γύρω από τους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς. Η επικρατούσα θεωρία είναι πως πρόκειται για αλληλεπίδραση γενετικών, περιβαλλοντικών και ορμονικών παραγόντων.

Σε ό,τι αφορά στην κλινική εμφάνιση της νόσου, υπάρχουν χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από τις άλλες αρθρίτιδες. Συνήθως εκδηλώνεται με συμμετρική προσβολή μικρών και μεγάλων αρθρώσεων άνω και κάτω άκρων (φαλαγγοφαλαγγικές, πηχεοκαρπικές, αγκώνες, ώμοι, γόνατα, ισχία, ποδοκνημικές). Οι πάσχουσες αρθρώσεις εμφανίζουν τα στοιχεία της φλεγμονής (πόνος, διόγκωση του αρθρικού υμένα, πρωινή δυσκαμψία για πάνω από 45 λεπτά). Συχνά συνυπάρχει αίσθημα κόπωσης και κακουχίας στους ασθενείς, ενώ περιστασιακά μπορεί να εμφανίζουν δεκατική πυρετική κίνηση, χωρίς να νοσούν από λοίμωξη. Σκόπιμο είναι να τονιστεί ότι η ρευματοειδής αρθρίτιδα δεν προσβάλλει τη σπονδυλική στήλη, εξαιρουμένων των πρώτων σπονδύλων της αυχενικής μοίρας. Ως εκ τούτου, νοσούντες και θεράποντες δεν πρέπει να αποδίδουν στη νόσο συμπτώματα όπως η οσφυαλγία.

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ως νόσημα συστηματικό, δύναται να προσβάλει και άλλα όργανα πέραν των αρθρώσεων, προκαλώντας τις γνωστές ως εξωαρθρικές εκδηλώσεις. Οι συχνότερες εξ αυτών είναι η πλευριτική και περικαρδιακή συλλογή (περίπου σε 10% των ασθενών), η διάμεση πνευμονική ίνωση (5-10 %), καθώς και η ξηροφθαλμία και ξηροστομία. Σπανιότερες είναι τα ρευματικά οζίδια (υποδόρια ογκίδια στο δέρμα) και η αγγειίτιδα.

Η διάγνωση της νόσου είναι κλινική, δηλαδή βασίζεται στο ατομικό ιστορικό και την κλινική εξέταση, ενώ συγκεκριμένες εξετάσεις, όπως τα anti-CCP αντισώματα και εκείνα έναντι του ρευματοειδούς παράγοντα, αλλά και η αύξηση των δεικτών φλεγμονής, μπορούν να βοηθήσουν στην επιβεβαίωση της ύπαρξης της νόσου.

Αναφορικά με τη θεραπεία, η σύγχρονη προσέγγιση και οι κατευθυντήριες οδηγίες θέτουν ως στόχο την ύφεση των συμπτωμάτων. Στη φαρέτρα του σύγχρονου ρευματολόγου υπάρχει διαθέσιμη πληθώρα φαρμάκων, που στοχεύουν στην καταστολή της φλεγμονής, την αντιμετώπιση των εξωαρθρικών εκδηλώσεων και την αναστολή της ακτινολογικής προόδου.

Τα συνθετικά τροποποιητικά της νόσου φάρμακα ( π.χ. μεθοτρεξάτη, λεφλουνομίδη), οι βιολογικοί παράγοντες ( π.χ. αναστολείς TNF-α), αλλά και τα νεότερα μικρά μόρια ( αναστολείς JAK κινασών) έχουν βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής και την επιβίωση των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα, έχοντας καταστήσει εφικτή τη μακροχρόνια ύφεση των εκδηλώσεων της νόσου.

Η ΖΗΛΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Η ζήλια και ο φθόνος ταξινομούνται στα συναισθήματα κοινωνικής σύγκρισης και σχετίζονται με την ικανότητα του ανθρώπου να έχει αντίληψη για τον εαυτό του, να συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους και να προβαίνει σε σχετική αξιολόγηση του ίδιου με βάση τη σύγκριση αυτή.

Η ζήλια είναι μια συναισθηματική κατάσταση που προκαλείται όταν ένα άτομο θεωρεί πως μια σημαντική σχέση του απειλείται από ένα τρίτο άτομο και εμφανίζεται σε συνθήκες, όπου συμμετέχουν τρία άτομα: το άτομο που βιώνει τη ζήλια, το άτομο που αυτός/ή ζηλεύει, με το οποίο έχει διαμορφώσει κάποιου είδους σχέση, και ο ανταγωνιστής που απειλεί τη σχέση. Η υποκειμενική εμπειρία της ζήλιας περιλαμβάνει συναισθήματα θυμού, φόβου για την απώλεια της αγάπης- αποκλειστικότητας και καχυποψία. Θα πρέπει, ωστόσο, να ξεχωρίζουμε τη ζήλια από τον φθόνο. Ο φθόνος ορίζεται ως μια συναισθηματική κατάσταση που εγείρεται όταν ένα άτομο θεωρεί πως ένα άλλο άτομο έχει κάτι που αυτό επιθυμεί, αλλά δεν έχει ακόμα αποκτήσει ή δεν θα αποκτήσει ποτέ. Η συνθήκη, λοιπόν, στην οποία εγείρεται ο φθόνος περιλαμβάνει δύο άτομα: το άτομο που βιώνει τον φθόνο και το άτομο που αποτελεί το αντικείμενο του φθόνου. Η υποκειμενική εμπειρία του φθόνου χαρακτηρίζεται από λαχτάρα απόκτησης αγαθών-πλούτου, δυσαρέσκεια για την ευτυχία των άλλων, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, αλλά και από συναισθήματα κατωτερότητας.
Η ζήλια δεν ανήκει στις πρώτες συναισθηματικές εμπειρίες που γνωρίζει ένας άνθρωπος, όπως η ευχαρίστηση, η στέρηση, ο φόβος και η αίσθηση της μοναξιάς, Τα νεογνά και τα μικρά μωρά δεν γνωρίζουν το συναίσθημα της ζήλιας. Θα το βιώσουν, όμως, αργότερα, όταν, έχοντας κατακτήσει κάποια προνόμια, απειληθούν ότι μπορεί να τα χάσουν. Αυτό θα συμβεί, λόγου χάρη, στα πρωτότοκα παιδιά με τη γέννηση ενός άλλου παιδιού στην οικογένεια, οπότε θα προκύψει μοίρασμα της αγάπης και της αποκλειστικής φροντίδας που απολάμβαναν ως τότε. Ο ερχομός στον κόσμο ενός νέου παιδιού είναι σημαντικό γεγονός για όλη την οικογένεια, για το πρωτότοκο, όμως, παιδί η γέννηση δεύτερου δεν είναι απλώς σημαντικό, είναι γεγονός συνταρακτικό. Για να καταλάβουν οι γονείς τα συναισθήματα που βιώνει το παιδί, όταν μοιράζεται την αγάπη και αισθάνεται την απώλεια της αποκλειστικότητας στο ενδιαφέρον των γονιών του, δεν έχουν παρά να σκεφθούν πώς θα αισθάνονταν οι ίδιοι, αν ξαφνικά ανακάλυπταν ότι στη μεταξύ τους σχέση υπάρχει εραστής ή ερωμένη.
Η πληροφόρηση του παιδιού για την αναμενόμενη γέννηση πρέπει να αρχίζει νωρίς και να είναι η σωστή. Οι ερωτήσεις του παιδιού για το πώς μπήκε το έμβρυο στην κοιλιά της μαμάς, γιατί και πότε θα βγει, καθώς και άλλες ερωτήσεις, που για μερικούς ίσως είναι ενοχλητικές, πρέπει να απαντώνται με ειλικρίνεια, γιατί η αλήθεια είναι το ασφαλέστερο καταφύγιο των γονιών και η καλύτερη επιλογή για την αντιμετώπιση κάθε κακοτοπιάς. Στις περιπτώσεις που δεν έχει γίνει καμιά προετοιμασία του παιδιού σε θέματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, η σωστή ανταπόκριση στα ερωτήματα με την ευκαιρία της εγκυμοσύνης της μητέρας του, δίνει άνετη διέξοδο στον προβληματισμό των γονιών για το πώς θα μπορούσαν να εξηγήσουν στο παιδί τη σύλληψη, το μεγάλωμα του εμβρύου και τη γέννησή του. Η μητέρα πρέπει να εξηγήσει και να προετοιμάσει το παιδί για τις νέες συνθήκες που θα προκύψουν και να τονίσει ότι μετά τη γέννηση του μωρού θα του ζητήσει τη συμπαράστασή του. Η ενεργητική συμμετοχή του μεγαλύτερου παιδιού με την επίβλεψη και την καθοδήγησή της μητέρας του στην περιποίηση, το τάισμα και το παιχνίδι του μωρού έχει πάντοτε ευεργετικά αποτελέσματα. Το παιδί δεν πρέπει να ξεσπιτώνεται και να πηγαίνει να μείνει με τη γιαγιά ή τη θεία, αλλά να έρχεται η γιαγιά ή η θεία στο σπίτι του και ο πατέρας του καλείται να αναπληρώσει και το ρόλο της μητέρας. Κάτι που ακόμα πρέπει να τονισθεί είναι ότι η επικέντρωση της προσοχής αποκλειστικά στο μωρό μετά τον ερχομό του στο σπίτι, η «αδιαφορία» προς το μεγαλύτερο παιδί και το οικογενειακό πανηγύρι με την δικαιολογημένη χαρά, δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εμφάνιση της ζήλιας.
Πολύ πριν τη γέννηση του μωρού οι γονείς πρέπει να ρυθμίσουν ορισμένα ζητήματα, που είναι ζωτικής σημασίας για την προσαρμογή του μεγαλύτερου παιδιού στη νέα κατάσταση. Πρώτα απ’ όλα, αν το παιδί κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο με τους γονείς, πρέπει πολλούς μήνες πριν τη γέννηση του μωρού, να μεταφερθεί στο δικό του δωμάτιο. Ποτέ αμέσως μετά τη γέννηση του καινούργιου παιδιού. Είναι πραγματικά τραγωδία να φέρουν το μωρό από το μαιευτήριο, να το κοιμίζουν στην κούνια δίπλα στο κρεβάτι της μητέρας και του πατέρα του και το μεγαλύτερο να μετακομίζει σε καινούργιο κρεβάτι, σε άλλο δωμάτιο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η μεταφορά σε άλλο δωμάτιο παίρνει το χαρακτήρα της έξωσης: «ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα!». Η θλίψη του παιδιού είναι αφάνταστη, νοιώθει ανασφάλεια, αισθάνεται ότι δεν το αγαπούν και η εμφάνιση του συναισθήματος της ζήλειας είναι αναπόφευκτη. Οι επιπτώσεις που μπορεί να εμφανιστούν από την καθυστερημένη αλλαγή δωματίου ισχύουν και για την περίπτωση που το παιδί αρχίσει να πηγαίνει στον βρεφονηπιακό σταθμό ή στο νηπιαγωγείο αμέσως μόλις έρθει το μωρό στο σπίτι.
Η συμπεριφορά του παιδιού που ζηλεύει απέναντι στο μωρό ποικίλλει. Όταν ρωτιέται αν αγαπάει το μωρό πάντα απαντά ότι το λατρεύει, μόνο που όταν το πάρει στην αγκαλιά, για να δείξει την αγάπη του, το σφίγγει μέχρι σκασμού! Άλλες φορές επιτίθεται χωρίς καμιά αναστολή με τσιμπήματα, με μπουνιές, βάζοντας το δάχτυλό του στο μάτι του μωρού, ακόμα και με αιχμηρά αντικείμενα ή με ό,τι βρει πρόχειρο. Είναι αυτονόητο ότι τέτοιες επιθέσεις πρέπει να προλαμβάνονται. Όταν γίνονται, συνήθως οι γονείς τιμωρούν το παιδί, το οποίο αισθάνεται ένοχο ήδη πριν τιμωρηθεί, και, όσο πιο συχνά και πιο σκληρά τιμωρείται, τόσο περισσότερο ένοχο αισθάνεται και όλο και πιο επιθετικό γίνεται. Συμβουλές του τύπου «πρέπει να αγαπάς το αδερφάκι σου», «αυτό σε αγαπάει, εσύ γιατί δεν το αγαπάς;», όχι μόνο είναι άσκοπες και χωρίς αποτέλεσμα, αλλά βλάπτουν, γιατί κάνουν το παιδί που ζηλεύει να αισθάνεται περισσότερο ένοχο. Εκείνο που χρειάζεται να κάνουν οι γονείς και οι λοιποί συγγενείς είναι να του ενισχύσουν το αίσθημα της ασφάλειας και της αυτοεκτίμησης, όχι μόνο με λόγια, αλλά με πράξεις που να δείχνει πόσο πολύ το εκτιμούν και το αγαπούν. Όχι με δώρα!
Όλα τα παιδιά του κόσμου είναι έτοιμα να παλέψουν για να εξασφαλίσουν την αγάπη των γονιών τους και, πιο ειδικά, για να τραβήξουν την προσοχή της μητέρας τους. Οι μεγάλοι αντίπαλοί τους είναι βέβαια τα αδέρφια τους, που και αυτά έχουν τις ίδιες προθέσεις πρωτιάς και αποκλειστικότητας. Γι’ αυτό και ο συχνότερος λόγος για τον οποίο τσακώνονται τα αδέρφια μεταξύ τους ‒κάτι σύνηθες και εντελώς φυσιολογικό‒ είναι για να βεβαιωθούν για την προτίμηση της μητέρας τους. Εξυπακούεται ότι ζήλια δεν βιώνουν μόνο τα πρωτότοκα παιδιά, αλλά όλα τα παιδιά, άσχετα από τη σειρά γέννησης, για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Μπορεί και το μικρότερο παιδί να ζηλεύει το μεγαλύτερο. Η κυριότερη αιτία του τελευταίου είναι η εξαιρετικά υποχωρητική στάση των γονιών προς το μεγάλο παιδί: στην προσπάθειά τους να προλάβουν ή να μετριάσουν τη ζήλια του προς το μικρότερο, ικανοποιούν κάθε αίτημά του, ακόμα και αν είναι παράλογο. Σε λίγο καιρό, όμως, διαπιστώνουν με λύπη ότι η τακτική που ακολούθησαν δεν κατάφερε να αποτρέψει αυτό που φοβόντουσαν, αφού η διαφορετική ή η άνιση μεταχείριση των παιδιών οδηγεί αναπόφευκτα, όχι μόνο στη ζήλια, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα συμπεριφοράς. Όταν οι γονείς παρεμβαίνουν στους τσακωμούς των αδελφών το πρόβλημα χειροτερεύει. Έχει παρατηρηθεί ότι όταν οι γονείς λείπουν από το σπίτι ‒κυρίως οι μητέρες‒ ή δεν επεμβαίνουν στις φιλονικίες των παιδιών τους, τα παιδιά συνυπάρχουν πιο ειρηνικά, προφανώς γιατί χάνεται το πιο βασικό νόημα του τσακωμού, που είναι η διεκδίκηση του ενδιαφέροντος, της αγάπης και της αποκλειστικότητας. Όταν η διαφορά ηλικίας των παιδιών είναι μικρότερη από ένα χρόνο ή μεγαλύτερη από πέντε χρόνια η ζήλια συνήθως έχει μικρότερη διάρκεια και δεν είναι έντονη. Αντίθετα διαφορά ηλικίας 2-4 χρόνων ευνοεί ιδιαίτερα την ανάπτυξη ζήλιας. Έχει παρατηρηθεί ακόμα ότι, όταν τα αδέρφια είναι του ίδιου φύλου, οι ανταγωνισμοί είναι εντονότεροι και η επιθετικότητα μεγαλύτερη και ότι η ζήλια είναι ηπιότερη όταν τα αδέρφια είναι διαφορετικού φύλου.
Η ζήλια του παιδιού είναι φυσιολογικό φαινόμενο. Το παιδί που δεν ζηλεύει ή δεν εκδηλώνει τη ζήλια του πρέπει να θεωρηθεί παθολογικό και πρέπει να προσεχθεί. Οι γονείς πρέπει να φροντίσουν να κάνουν πιο άνετη και αποτελεσματική την επικοινωνία με τα παιδιά τους και να τους δώσουν όση περισσότερη αγάπη και ασφάλεια μπορούν. Ακόμα πρέπει να σέβονται, να τονίζουν και να χαίρονται την μοναδικότητα του κάθε παιδιού, να μη τα συγκρίνουν μεταξύ τους, να μη τα μεταχειρίζονται άνισα, αλλά και να μην αδιαφορούν για την προσωπικότητα του κάθε παιδιού με την ισοπεδωτική γονεϊκή συμπεριφορά. Λιγότερη ζήλια είναι το καλύτερο αποτέλεσμα, αλλά και πιστοποιητικό της σωστής και ώριμης γονεϊκής συμπεριφοράς.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νέος Αγών στις 05/04/2023