ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ

Μουτσάνας Ελευθέριος
Παιδίατρος

Το όνειρο είναι το πιο μυστήριο και ενδιαφέρον στοιχείο του ύπνου. Οι θεωρίες είναι πολλές, αλλά καμία από τις πιθανολογούμενες λειτουργίες των ονείρων δεν επαληθεύθηκε ως τώρα.
Κατά το παρελθόν, το όνειρο το θεωρούσαν ως ευνοϊκή ή εχθρική φανέρωση ανώτερων δαιμονικών ή θεϊκών δυνάμεων. Ακόμα και σήμερα, παρόλη τη σημαντική πρόοδο της επιστήμης, έχουμε την τάση να δίνουμε στο όνειρο υπερφυσικές ιδιότητες και να το ερμηνεύουμε ως προμήνυμα καλών ή κακών γεγονότων.
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ ήταν ο πρώτος επιστήμονας που ασχολήθηκε με την ερμηνεία των ονείρων. Σύμφωνα με τον Φρόυντ τα όνειρα των παιδιών είναι απλά, σύντομα, δεν περιέχουν παραμορφώσεις και δεν παρουσιάζουν αινίγματα για λύση. Το κοινό σημείο των παιδικών ονείρων είναι ολοφάνερο. Όλα τους εκπληρώνουν επιθυμίες, οι οποίες διεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια της ημέρας και έμειναν ανεκπλήρωτες. Πρόκειται, δηλαδή, για απλές και απροκάλυπτες εκπληρώσεις μιας επιθυμίας. Θεωρούσε, ακόμα, ότι εκτός από τα όνειρα ως εκπλήρωση της επιθυμίας υπάρχουν και τα τραυματικά όνειρα, τα οποία οφείλονται σε ψυχικά τραύματα της παιδικής ηλικίας.
Η βασική θεωρία που αποδέχονται σήμερα οι νευροβιολόγοι είναι ότι η λειτουργία των ονείρων συσχετίζεται με την επεξεργασία πληροφοριών περιλαμβάνοντας την ενδυνάμωση της μνήμης. Οι γνώσεις μας πια μας επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε το όνειρο ως μια σημαντική λειτουργία που μας εξοπλίζει με γνώσεις και εμπειρίες απαραίτητες για την επιβίωσή μας στο περιβάλλον που λειτουργούμε. Μας εξοπλίζει κατά κάποιον τρόπο με «φόβους» που πρέπει να έχουμε για να προφυλαχθούμε από οτιδήποτε μπορεί να μας απειλήσει. Παράλληλα, τα όνειρά μας φαίνεται να ασχολούνται και με γεγονότα της καθημερινότητας μας, τα οποία συνοδεύτηκαν από κάποια συναισθηματική αντίδραση όπως χαρά, φόβο, λύπη, κλπ. Αυτά τα γεγονότα θα παραμείνουν στη μνήμη, καθώς παγιώθηκαν την ώρα που είδαμε το όνειρο. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, το όνειρο είναι μνήμη και γνώση, ίσως η πιο σημαντική γνώση για την επιβίωσή μας. Αυτή η άποψη δικαιολογεί και την παρατήρηση ότι βλέπουμε περισσότερο δυσάρεστα όνειρα παρά ευχάριστα.
Το περιεχόμενο και η μορφή των ονείρων που βλέπει ένα άτομο αντανακλά το διανοητικό του επίπεδο, η ανάπτυξη του ονείρου, δηλαδή, συμβαδίζει με τη γνωστική του ανάπτυξη. Η άποψη ότι τα μικρά παιδιά ονειρεύονται με τον ίδιο τρόπο που ονειρεύονται οι ενήλικες και απλώς δεν μπορούν να εκφράσουν λεκτικά την εμπειρία τους δεν ευσταθεί. Το νεογέννητο και το βρέφος έχουν πολύ δραστήρια ονειρική ζωή, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε παρακολουθώντας το μωρό να πιπιλίζει πιο έντονα την πιπίλα του κάποιες στιγμές, να χαμογελά, να βγάζει φωνούλες ενώ κοιμάται. Αν είναι λίγο μεγαλύτερο, λέει και λεξούλες. Ο παιδικός κόσμος των ονείρων είναι προσβάσιμος μόνο από την ηλικία των 3 χρονών και μετά, όταν τα παιδιά μπορούν να διηγηθούν τα όνειρά τους. Τα όνειρα των μικρών παιδιών είναι υποτυπώδη και στατικά, όπως των ενηλίκων με βλάβες του οπτικού-συνειρμικού φλοιού, παρά την ύπαρξη ύπνου REM ((Rapid Εye Μovement=ταχείες κινήσεις ματιών-REM, ο ύπνος των ονείρων). Η πλήρης ανάπτυξη του ονείρου συμβαίνει μετά την ηλικία των 7 χρονών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ωρίμαση του κεντρικού νευρικού συστήματος, γίνεται μετά τα 5-7 χρόνια. Μετά από αυτή την ηλικία ωριμάζουν οι χώρο-οπτικές ικανότητες, οι οποίες συσχετίζονται με τη συχνότητα ανάκλησης των ονείρων. Τα παιδιά που ανακαλούν όνειρα δεν έχουν καλύτερη μνήμη, λεξιλόγιο και περιγραφικές ικανότητες, έχουν μόνο καλύτερες χωρο-οπτικές ικανότητες. Τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 6 χρονών ονειρεύονται κυρίως ζώα. Οι σκηνές είναι φανταστικές και σπάνια συμμετέχουν τα ίδια τα παιδιά σε πρώτο πρόσωπο. Οι εικόνες είναι σχεδόν στατικές και πολύ απλές, ενώ οι πράξεις που περιγράφουν περισσότερο τα παιδιά είναι ο ύπνος και το φαγητό [Foulkes]. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς πλοκή και τα άτομα αλληλεπιδρούν χωρίς να είναι οι πρωταγωνιστές πραγματικών ιστοριών. Σε αυτή την ηλικία δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, δηλαδή, τα όνειρα των αγοριών και των κοριτσιών είναι ίδια. Μετά τα 11-13 χρόνια, στην εφηβεία, όταν πλέον υπάρχει αρκετή γνωστική ανάπτυξη, το περιεχόμενο αντανακλά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και τις διαφορές του φύλου [Domhoff]. Καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά γίνονται πρωταγωνιστές των ονείρων τους, τα οποία γίνονται ολοένα και πιο σουρεαλιστικά. Τα όνειρα, λοιπόν, των παιδιών έχουν σχέση με τη γνωστική τους ανάπτυξη και την αντίληψη που έχουν για τον εαυτό τους και τους άλλους. Το είδος των ονείρων που βλέπει κάθε παιδί έχει σχέση με τα τρέχοντα, κατά την εγρήγορση, προσωπικά ενδιαφέροντα και επηρεάζεται άμεσα από τις συνθήκες ζωής και το περιβάλλον του. Τα σταθερά επαναλαμβανόμενα όνειρα και οι μετατραυματικοί εφιάλτες πιθανόν αντανακλούν προσκόλληση στο παρελθόν και σε αρνητικές αναμνήσεις αποθηκευμένες σε συστήματα ρύθμισης του συναισθήματος και της μνήμης [Hartmann]. Επειδή τα παιδιά δεν διαθέτουν την πείρα και τις αναστολές των ενηλίκων εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους κατά τρόπο εναργή και απροκάλυπτο στα όνειρά τους. Οι αλλοιώσεις και οι συμβολισμοί συμβαίνουν πιο σπάνια στα όνειρα των παιδιών από ό,τι στα όνειρα των ενηλίκων. Ο Calvin Hall, θεωρητικός των ονείρων, επέκρινε την ιδέα των καθολικών ονειρικών συμβόλων. Έδωσε μάλιστα ένα παράδειγμα που είχε για θέμα του μια αγελάδα: η αγελάδα για ένα άτομο συμβολίζει την ευγενική, «στοργική» μητέρα, ενώ για ένα άλλο, που έχει ζωοφοβία, όλους τους παράλογους φόβους.
Γενικά, πιστεύεται ότι η φύση του ονείρου επηρεάζεται από τον τύπο της προσωπικότητας του παιδιού περισσότερο, παρά από οτιδήποτε άλλο. Τα επιθετικά παιδιά δείχνουν μεγαλύτερη επιθετικότητα στα όνειρά τους από ό,τι τα λιγότερο επιθετικά. Τα νευρωσικά παιδιά βλέπουν, κατά κανόνα, όνειρα με αρνητικά θέματα, τα οποία διαταράσσουν τον ύπνο. Δυσάρεστα όνειρα βλέπουν επίσης τα παιδιά όταν είναι άρρωστα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΟΣ ΑΓΩΝ στις 20/03/2016

ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΥΠΝΙΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ

Μουτσάνας Ελευθέριος
Παιδίατρος

Ο ύπνος είναι μια ανάγκη του οργανισμού, αλλά το να κοιμούνται καλά τα παιδιά είναι μια συνήθεια που μπορούμε να τη διδάξουμε όπως διδάσκεται ο τρόπος του φαγητού.
Από τον 6ο μήνα και μετά όλα τα παιδιά θα πρέπει να είναι ικανά να ξαπλώνουν χωρίς κλάματα, να αποκοιμιούνται μόνα τους και να κοιμούνται 10-12 ώρες χωρίς διακοπή στην κούνια τους και δίχως φως. Ένα μωρό που δεν του συμβαίνουν τα παραπάνω έχει αϋπνία και η αιτία είναι οι λανθασμένες συνήθειες στο 98% των περιπτώσεων. Η αϋπνία εξαιτίας των μη σωστών συνηθειών είναι η πιο συχνή διαταραχή ύπνου στα παιδιά και χαρακτηρίζεται από τη δυσκολία του παιδιού να κοιμηθεί μόνο του, τα συχνά νυχτερινά ξυπνήματα -από 3-15 φορές-, τον επιφανειακό ύπνο και λιγότερες ώρες ύπνου.
Ο τρόπος που μαθαίνουμε μια συνήθεια στα παιδιά είναι η επανάληψη της διδασκαλίας και η σύνδεσή της με κάποια εξωτερικά στοιχεία. Απαραίτητη προϋπόθεση για να διδαχθεί ένα παιδί σωστές συνήθειες ύπνου είναι η ηρεμία των γονιών και η ύπαρξη εξωτερικών στοιχείων, τα οποία το παιδί θα πρέπει να τα συνδυάσει με τον ύπνο και θα πρέπει να παραμείνουν πλάι του σε όλη τη διάρκεια της νύχτας. Το παιδί αποκοιμιέται ευκολότερα, αν το συνηθίσουμε να πηγαίνει για ύπνο στις 9 το βράδυ το χειμώνα και στις 10 το καλοκαίρι (με κάποια ελαστικότητα εννοείται). Θα πρέπει να προηγείται το μπάνιο και στη συνέχεια το δείπνο του παιδιού, κατά τις 8 το βράδυ. Μετά το δείπνο, οι γονείς θα πρέπει να αφιερώνουν δεκαπέντε λεπτά για να μοιράζονται με το παιδί μια χαλαρωτική και ευχάριστη θαλπωρή. Το παιδί δεν χρειάζεται την παρουσία κάποιου για να κοιμηθεί, αλλά έχει ανάγκη να ζήσει μια περίοδο ικανοποιητική και πλούσια σε συναισθηματικές αλληλεπιδράσεις. Τα εξωτερικά στοιχεία της θαλπωρής είναι τα παραμύθια, τα χάδια, τα τραγουδάκια ή τα ήρεμα παιχνίδια προσαρμοσμένα όλα στην ηλικία του παιδιού. Σε καμία περίπτωση η τηλεόραση και τα παιχνίδια στον υπολογιστή. Σε αυτό τον λίγο χρόνο οι γονείς δείχνουν στο παιδί τους ότι το αγαπάνε και ότι αισθάνονται ευτυχισμένοι μαζί του. Στη συνέχεια το παιδί μεταφέρεται στο κρεβάτι του. Τα εξωτερικά στοιχεία που ενισχύουν την εκμάθηση της συνήθειας του ύπνου στο βρέφος και στο μικρό νήπιο είναι ένα αρκουδάκι, μια κουβερτούλα και οι πιπίλες. Το παιδί δεν θα αργήσει να συνδέσει αυτά τα στοιχεία με τον ύπνο και σύντομα θα του είναι απαραίτητα για να αποκοιμηθεί. Οι γονείς πρέπει να εξαφανίζονται από το δωμάτιο πριν το παιδί αποκοιμηθεί, αλλιώς θα γίνουν εξωτερικό στοιχείο συνδεδεμένο με τον ύπνο του. Ακόμα θα πρέπει να προσέξουν να μη προσθέσουν και άλλα εξωτερικά στοιχεία που θα κάνουν δύσκολη την έλευση του ύπνου, όπως είναι το συνεχές νανούρισμα, το κούνημα στην αγκαλιά, το κούνημα στην κούνια, το πιάσιμο του χεριού ή των μαλλιών, το χάιδεμα, βόλτα με το καρότσι, βόλτα με το αυτοκίνητο, το μπιμπερόν ή το στήθος για να μη γκρινιάζει, η μεταφορά του στο κρεβάτι των γονιών, η χορήγηση νερού, κλπ. Το παιδί που έχει μάθει να πηγαίνει για ύπνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, όπως π.χ. το τάισμα με μπιμπερόν, το κούνημα ή μέσα στην αγκαλιά των γονιών, όταν ξυπνήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας δεν μπορεί να ηρεμήσει και να ξανακοιμηθεί μόνο του χωρίς να επαναληφθεί αυτή η διαδικασία και χωρίς το γονέα παρόντα. Αν το παιδί αρχίσει να κλαίει μετά την απομάκρυνση του γονιού, ο γονιός θα πρέπει να επιστρέψει και να το καθησυχάσει. Αν οι επισκέψεις δεν είναι σύντομες οι γονείς γίνονται εξωτερικό στοιχείο και δεν βοηθάμε το παιδί να εγκαταστήσει τη συνήθεια του ύπνου. Κατά τη διάρκεια των σύντομων επισκέψεων οι γονείς στέκονται στο πλάι του παιδιού και του μιλάνε με απαλή, σταθερή και σιγανή φωνή που να δείχνει αγάπη και να του εξηγούν τι προσπαθούν να πετύχουν. Ο φόβος των γονέων ότι το παιδί μπορεί να τραυματιστεί ψυχικά δεν ευσταθεί. Κανένας δεν τραυματίζεται ψυχικά όταν μαθαίνει καλά μια συνήθεια. Π.χ. δεν τραυματίζεται ψυχικά γιατί θα φάει τη σούπα με το κουτάλι και όχι με το καλαμάκι ή επειδή θα μάθει να πλένει τα δόντια του με οδοντόβουρτσα και όχι με το δάχτυλο. Αν το παιδί ξυπνήσει τη νύχτα κλαίγοντας δεν πρέπει να ανησυχήσουμε, γιατί πρέπει να ξέρουμε ότι όλοι έχουμε σύντομα ξυπνήματα στη διάρκεια της νύχτας που δεν τα θυμόμαστε όταν ξυπνάμε το πρωί, επειδή σύντομα ξανακοιμόμαστε. Αν εμείς του δώσουμε το χέρι, ή το κουνήσουμε ή το πάμε βόλτα με το αυτοκίνητο το μόνο που κάνουμε είναι να προσθέτουμε εξωτερικά στοιχεία και να διαιωνίζουμε το πρόβλημα. Αλλάζοντας τα εξωτερικά στοιχεία τα συνδεδεμένα με τη συνήθεια οι γονείς μεταδίδουν ανασφάλεια στο παιδί τους και δεν το βοηθάνε να κατανοήσει ότι το να αποκοιμηθεί μόνο του στην κούνια είναι κάτι πολύ απλό και όχι ένα νούμερο τσίρκου. Πρέπει ακόμα να ξέρουμε ότι το παιδί που αρνείται να αποκοιμηθεί προβάλλοντας διάφορες αιτιολογίες μπορεί να τις χρησιμοποιεί σαν τέχνασμα για την προσέλκυση της προσοχής των γονιών.
Είναι σκόπιμο και το μεγαλύτερο παιδί να πηγαίνει για ύπνο την ίδια περίπου ώρα κάθε βράδυ. Καλό είναι, πριν τον ύπνο, να ενθαρρύνονται ορισμένες τυποποιημένες πράξεις, όπως τακτοποίηση παιχνιδιών, πλύσιμο δοντιών, προσευχή, κλπ.. Το παραμύθι και λίγη συντροφιά στο παιδί δεν βλάπτει, αντίθετα ωφελεί, ενισχύει το αίσθημα αγάπης, αφήνει ανεξάλειπτες αναμνήσεις που γεμίζουν θαλπωρή την ψυχή του ανθρώπου. Παρεκκλίσεις στην ώρα που το παιδί πηγαίνει να κοιμηθεί είναι απολύτως σκόπιμο να αποφεύγονται ή το πολύ να μη ξεπερνούν τη μισή ώρα. Παρακάλια, φωνές, κλάματα πρέπει να αγνοούνται με αποφασιστικότητα, σταθερά και ανυποχώρητα. Η διάρκειά τους δεν ξεπερνά συνήθως τη μισή ώρα και προοδευτικά εξαλείφονται ολοκληρωτικά.
Για την πρόληψη της εφηβικής αϋπνίας προτείνεται τακτικό πρόγραμμα κατάκλισης-αφύπνισης, με έγερση πάντα την ίδια ώρα κάθε πρωί όσο λίγος και αν ήταν ο ύπνος της προηγούμενης νύχτας. Θα πρέπει να αποφεύγεται ο ύπνος κατά τη διάρκεια της ημέρας και η παραμονή στο κρεβάτι όταν ο/η έφηβος δεν νυστάζει. Συνιστάται επίσης ελαφρά άσκηση κατά τη διάρκεια της ημέρας -ποτέ στο προηγούμενο του ύπνου τρίωρο, γιατί αυτό προκαλεί αϋπνία- και υγιεινή διατροφή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τον ρόλο της κατάχρησης του υπολογιστή και του κινητού στην πρόκληση της αϋπνίας. Ο/η έφηβος οφείλει να μην ξαπλώνει και κάτω από το σεντόνι να παίζει με το κινητό του!

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΟΣ ΑΓΩΝ στις 24/12/2016

ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ

«Στο παιδί μου» Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια/ Και του μιλούσανε για Δράκους για το πιστό σκυλί/ Για τα ταξίδια της πεντάμορφης και για τον άγριο Λύκο/…/ Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ/ Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι, /…/ Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά. Μανώλης Αναγνωστάκης

Ο άνθρωπος πάντα προσπαθούσε να ερμηνεύει τα τεκταινόμενα στο περιβάλλον, στον ίδιο και τους συνανθρώπους του. Το βασικότερο εργαλείο για να πετύχει αυτόν τον σκοπό ήταν η παρατήρηση. Επειδή όμως μόνο η παρατήρηση ως επιστημονικό εργαλείο δεν αρκεί για την ερμηνεία του κόσμου, χρησιμοποίησε τη φαντασία του και κάνοντας γενικεύσεις δημιούργησε διάφορους «μύθους». Πολλές από αυτές τις δοξασίες του παρελθόντος, τους μύθους, έχουν αντέξει στο πέρασμα του χρόνου, τις βρίσκουμε μπροστά μας καθημερινά και, παρά την πρόοδο της επιστήμης, συνεχίζουν να καθορίζουν τη συμπεριφορά πολλών ανθρώπων. Κάποιες από αυτές έχουν σχέση με την Παιδιατρική και σε αυτές θα αναφερθώ στη συνέχεια.

Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος σε όλες τις ηλικίες, ιδιαίτερα όμως στα βρέφη και στα παιδιά, αποτελούν μια από τις συχνότερες αιτίες νόσησης. Μία από τις βασικότερες λαϊκές δοξασίες είναι ότι το παιδί αρρωσταίνει γιατί «κρυώνει!», εκτιθέμενο στον ψυχρό αέρα ανεπαρκώς ντυμένο. Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη βέβαια και φταίει γι΄ αυτό κυρίως ο όρος «κοινό κρυολόγημα», που χρησιμοποιείται στην ιατρική, όρος ισοδύναμος με την ρινοφαρυγγίτιδα. Η ρινοφαρυγγίτιδα είναι φλεγμονή της ρινός (μύτης) και του φάρυγγα και προβάλει με πυρετό, ανησυχία, καταρροή, βήχα και φταρνίσματα, πονοκέφαλο, μυαλγίες, εμέτους και διάρροια. Είναι η συχνότερη λοίμωξη των ανώτερων αναπνευστικών οδών, ιδιαίτερα κατά τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής, και η πιο συχνή αιτία είναι η προσβολή από ιούς. Οι ιοί μεταδίδονται από άτομο σε άτομο και κανείς δεν προστατεύεται αν φορά μάλλινη φανέλα ή είναι υπέρμετρα ντυμένος, προσέχει να μην ιδρώνει και να μην εκτίθεται στον ψυχρό αέρα. Ο όρος «κρυολόγημα», λοιπόν, είναι εσφαλμένος και θα ήταν χρήσιμο να αντικατασταθεί από τη λέξη «κόλλημα», γιατί έτσι τονίζουμε ότι πρόκειται για μεταδοτική αρρώστια από την οποία προφυλάσσεται κανείς πολύ καλύτερα σε καλά αερισμένους χώρους παρά (έστω και με πολλά ρούχα!) σε κλειστούς με πολλούς ανθρώπους. Το παιδί προφυλάσσεται από τις ιώσεις με τον καλό ύπνο, την καλή διατροφή, την μη ύπαρξη καπνιστών στο σπίτι και την τήρηση των κανόνων υγιεινής (καλό πλύσιμο των χεριών, κλπ).

Μια άλλη λανθασμένη άποψη είναι ότι τα δόντια, όταν πρωτοβγαίνουν στα παιδιά, προκαλούν πυρετό και από πολλούς ενοχοποιούνται ότι ευθύνονται για βρογχίτιδα, διάρροια, εξάνθημα και σπασμούς. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πώς προήλθε αυτή η άποψη. Τα παιδιά βγάζουν δόντια από την ηλικία των 6 μηνών, περίπου, μέχρι την ηλικία των 6 χρονών και εύκολα οι γονείς αποδίδουν κάθε ανωμαλία της υγείας του παιδιού στην οδοντοφυΐα. Η εμφάνιση των πρώτων δοντιών συμπίπτει αφενός με τη μείωση των αντισωμάτων που πήρε το παιδί έτοιμα από τη μητέρα εναντίον των ασθενειών από τις οποίες νόσησε η μητέρα του έως την ημέρα της γέννησής του (τα οποία το προστατεύουν) και, αφετέρου, με την αλλαγή της συμπεριφοράς της οικογένειας που φέρνει το παιδί σε επαφή με άλλους ανθρώπους χωρίς να φοβάται, γιατί μεγάλωσε πια! Καμία έρευνα δεν επιβεβαιώνει τη, βαθιά ριζωμένη στο μυαλό των ανθρώπων, άποψη ότι τα δόντια «κάνουν» πυρετό. Αυτό που επιβεβαιώνουν οι έρευνες είναι ότι τα παιδιά, όταν «φυτρώνουν» τα δόντια τους, εμφανίζουν κάποια ανησυχία κατά τη διάρκεια της ημέρας και σχετική αύξηση της σιελόρροιας, που συνοδεύεται από πιπίλισμα του αντίχειρα και τρίψιμο των ούλων. Καμία γενική παθολογική κατάσταση δεν επιτρέπεται να αποδίδεται στην οδοντοφυΐα.

Οι λανθασμένες δοξασίες για τον πυρετό, επίσης, είναι αρκετές. Παραδείγματος χάριν, όποιος έχει πυρετό πρέπει να παίρνει αντιβίωση, ο υψηλός πυρετός μπορεί να κάνει ζημιά στον εγκέφαλο του παιδιού, τα αγόρια θα πρέπει να τα προσέχουμε περισσότερο όταν έχουν πυρετό, γιατί μπορεί να προσβληθούν οι όρχεις τους και να είναι μελλοντικά στείρα. Ίσως η δοξασία να ξεκίνησε από τη σχέση της παρωτίτιδας (μαγουλάδες) και την εξ αυτής προκαλούμενη επιπλοκή της ορχίτιδας, που μελλοντικά μπορεί να οδηγήσει -σπάνια- σε στείρωση, αλλά δεν ισχύει σε καμία περίπτωση για τον πυρετό ως σύμπτωμα. Ο πυρετός είναι ακριβώς σύμπτωμα και δεν είναι αρρώστια και ο κίνδυνος προέρχεται από την αιτία που προκαλεί τον πυρετό, π.χ. μια μηνιγγίτιδα (τα συμπτώματα της οποίας όλοι πρέπει να γνωρίζουμε).

Πολλοί μύθοι σχετίζονται με τους εμβολιασμούς, όπως η σύσταση για αποφυγή της σοκολάτας, του αυγού, ψαριού, κλπ. μετά από τον οποιονδήποτε εμβολιασμό και κυρίως μετά από τον εμβολιασμό εναντίον της γρίπης. Άλλος μύθος είναι ότι το εμβόλιο εναντίον της ιλαράς, ερυθράς, παρωτίτιδας ευθύνεται για αυτισμό (όλες οι έρευνες πλέον το αποκλείουν).

Ο όρος χαλινός της γλώσσας (αγκυλογλωσσία) δηλώνει βραχύ χαλινό που υπάρχει από τη γέννηση. Απαντάται στο 5% των φυσιολογικών νεογνών και είναι συχνότερος στα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια (3:1). Παλαιότερα είχε θεωρηθεί ότι μπορεί να ευθύνεται για προβλήματα σίτισης και ομιλίας. Χαρακτηριστικά πιστευόταν ότι περιορίζει την ικανότητα του βρέφους για θηλασμό, καθώς και την εξέλιξη της ομιλίας του. Τελευταίες μελέτες απέδειξαν ότι οι αντιλήψεις αυτές δεν ευσταθούν. Σήμερα, θεωρείται ως φυσιολογική παραλλαγή της ανατομίας του χαλινού της γλώσσας και η χειρουργική διόρθωση της κρίνεται αδικαιολόγητη, άσχετα από την διάκρισή της σε ήπια, μέτρια ή σοβαρή.

Μύθος ακόμα είναι ότι η διατροφή της μητέρας κατά τη διάρκεια της γαλουχίας ευθύνεται για τους κολικούς του πρώτου τριμήνου της ζωής του παιδιού και ότι γι΄ αυτό η μητέρα δεν πρέπει να τρώει όσπρια, λαχανικά, κλπ. Τα όσπρια μπορεί πράγματι να προκαλέσουν δυσφορία στη μητέρα, αλλά η παραγωγή των αερίων δεν περνάει μέσω του γάλακτος με τον μητρικό θηλασμό στο παιδί για να του δημιουργήσει πόνους στην κοιλιά και έντονα κλάματα! Αυτό που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και κλάματα είναι η λήψη καφεΐνης τον πρώτο μήνα της ζωής του βρέφους (επιτρέπεται στη μητέρα ένας ελληνικός καφές την ημέρα ή ένας καφές φίλτρου, μετά τον πρώτο μήνα) ή η μη ισορροπημένη διατροφή (διατροφή με υπερβολές, π.χ. κατανάλωση 1 λίτρου γάλακτος το 24ωρο ή ενός κιλού πορτοκαλιών, κλπ.). Θέλω εδώ να τονίσω ότι κάποιες φορές οι μητέρες σταματούν το θηλασμό γιατί κάποιοι τους λένε ότι το γάλα τους δεν είναι καλό, ότι είναι «χαλασμένο». Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν ευσταθεί. Αντίθετα το γάλα της μητέρας είναι η ιδανική τροφή για το πρώτο εξάμηνο της ζωής του παιδιού γιατί είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες του εκάστοτε συγκεκριμένου μωρού.

Κάποιοι πιστεύουν ότι το βρέφος που θα κοιμηθεί ανάσκελα κινδυνεύει να πνιγεί και να χάσει τη ζωή του, γιατί, αν κάνει εμετό, θα εισροφήσει τα εμέσματα. Αυτή η εντύπωση είναι, επίσης, λανθασμένη γιατί οι έρευνες δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. ‘Όταν το βρέφος κοιμάται ανάσκελα είναι ασφαλές. Επικίνδυνη θεωρείται η θέση μπρούμυτα και ανασφαλής η θέση «στο πλάι» γιατί δεν είναι εξασφαλισμένη θέση, αφού υπάρχει πιθανότητα 30% να γυρίσει μπρούμυτα και ξέρουμε σήμερα ότι η θέση μπρούμυτα ευθύνεται για το σύνδρομο αιφνιδίου θανάτου των βρεφών.

Ένας άλλος μύθος είναι ότι το παιδί πονάει στα πόδια του γιατί ψηλώνει. Παλαιότερα θεωρούνταν ότι τα «άλγη αυξήσεως» παρουσιάζονται γιατί τα οστά μεγαλώνουν γρήγορα και διατείνουν τους τένοντες που αυξάνονται με αργότερο ρυθμό και γι’ αυτό πονάει. Το 1/3 των παιδιών παρουσιάζει πόνους στα πόδια που θεωρείται καλοήθης κατάσταση, αλλά δεν φταίει η αύξηση των οστών για την εμφάνιση αυτών των πόνων και θα πρέπει να αποκλειστούν άλλες παθολογικές καταστάσεις για να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε την αθωότητά τους. Θα πρέπει να ανησυχήσουμε αν ο πόνος ξυπνά το παιδί τη νύχτα ή οι πόνοι οδηγούν το παιδί σε ανήσυχο ύπνο ή υπάρχουν και άλλα συμπτώματα π.χ. πόνοι στις αρθρώσεις, χωλότητα, ωχρότητα, απώλεια βάρους, κλπ.

Ο κατάλογος των μύθων είναι μεγάλος και δεν υπάρχει η δυνατότητα να αναφερθούμε σε όλους στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου. Λέμε για τα παιδιά που δεν αποδέχονται με ευκολία το «καινούργιο», ότι ανήκουν στην κατηγορία των «δύσκολων παιδιών». Οι νέοι γονείς, όμως, που στην πλειοψηφία τους είναι μορφωμένοι θα πρέπει να αποδέχονται με πιο εύκολο τρόπο τη νέα επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση και να μη μένουν στις λαϊκές δοξασίες των προηγούμενων γενεών.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΟΣ ΑΓΩΝ στις 11/09/2019

Μουτσάνας Ελευθέριος
Παιδίατρος

ΣΤΡΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ

Ο όρος «στρες» είναι απόδοση της αγγλικής λέξης stress, η οποία έχει τις ρίζες της στις λατινικές λέξεις strictus (σφικτός ή στενός), μετοχή του stringere (που σημαίνει σφίγγω, κάνω κάτι πιο σφικτό).

Το στρες ορίζεται ως η κατάσταση που απειλεί ή εμείς αντιλαμβανόμαστε ότι απειλεί την προηγούμενη ομοιόσταση του οργανισμού μας. Ομοιόσταση δε είναι η αρμονική ισορροπία, σωματική και ψυχική, που έχει ένα ανθρώπινο ον. Με άλλα λόγια, ομοιόσταση είναι η ικανότητα του οργανισμού να διατηρεί σταθερές τις συνθήκες στο εσωτερικό του, παρά τις εξωτερικές μεταβολές, για να λειτουργεί αποδοτικά. Αυτή η ισορροπία ρυθμίζεται από ένα σύστημα στον εγκέφαλο και στο σώμα, που ονομάζεται «σύστημα του στρες». Στο σύστημα του στρες συμμετέχουν τμήματα του εγκεφάλου (υποθάλαμος, υπόφυση, κλπ.) και της περιφέρειας (επινεφρίδια, κλπ.), καθώς και ουσίες όπως η κορτιζόνη και η αδρεναλίνη που βοηθούν τον οργανισμό να ανταποκριθεί στα στρεσογόνα ερεθίσματα. Στη συνέχεια ακολουθεί η προσαρμοστική αντίδραση και ο οργανισμός επανέρχεται στην προηγούμενη ομοιόσταση. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί είναι σε θέση να απαντούν στα εξωτερικά ερεθίσματα, να αυξάνονται, να αναπτύσσονται και να αναπαράγονται, διατηρώντας ταυτόχρονα την ομοιόστασή τους. Η κατάσταση αυτή της δυναμικής ισορροπίας βρίσκεται υπό συνεχή απειλή, εσωτερική ή εξωτερική, πραγματική ή αντιλαμβανόμενη, από διάφορους στρεσογόνους παράγοντες που ασκούν καθημερινά τη δράση τους. Το σύστημα του στρες είναι ένα σύστημα συναγερμού το οποίο είναι φτιαγμένο για να αντιμετωπίζει οξύ και βραχυπρόθεσμο στρες που διαρκεί ώρες (π.χ. φόβος στη θέα φιδιού ή φόβος κατά την αιμοληψία) ή, το πολύ, μέρες (το στρες των πανελληνίων εξετάσεων ή επικείμενης εγχείρησης). Όταν το στρες μετατρέπεται από οξύ σε χρόνιο τότε γίνεται επιζήμιο για τον οργανισμό. Το ανεξέλεγκτο ή και χρόνιο στρες, ιδίως όταν βιώνεται στις ευάλωτες περιόδους της εμβρυϊκής, παιδικής και εφηβικής ηλικίας, μπορεί να προκαλέσει χρόνια νοσήματα, ψυχικά (άγχος, κατάθλιψη, αντικοινωνική συμπεριφορά, κλπ.) και σωματικά (βρογχικό άσθμα, έμφραγμα, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, παχυσαρκία, συχνές λοιμώξεις, διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος, κλπ.). Επιπρόσθετα, τα παιδιά και οι έφηβοι ενδέχεται να καταφύγουν σε ανθυγιεινές συνήθειες και συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, όπως κάπνισμα και χρήση ναρκωτικών ουσιών. Το στρες αφαιρεί ενέργεια από όλα τα συστήματα του οργανισμού που δεν έχουν σκοπό την άμεση επιβίωση του ατόμου. Π.χ. τα παιδιά με σοβαρό άγχος, ως αποτέλεσμα του χρόνιου στρες, δεν ψηλώνουν (παιδιά απορριπτικών ή άστοργων οικογενειών ή διαβιούντων σε ιδρύματα). Οτιδήποτε προκαλεί φόβο, ένταση, θυμό, απογοήτευση ή στεναχώρια αποτελεί αιτία στρες.

Σήμερα ο όρος στρες χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε κατάσταση υπερφόρτωσης του οργανισμού, η οποία εξωθεί το άτομο στα όρια της αντοχής του. Αυτό, βέβαια, που προκαλεί φόβο σε ένα άτομο μπορεί να προκαλεί ευχαρίστηση σε κάποιο άλλο και το θέμα σχετίζεται με την προσωπικότητα του καθενός. Π.χ. κάποιος αισθάνεται απόλαυση να πετά με ανεμοπλάνο, να κάνει αναρρίχηση, ελεύθερη πτώση με σχοινί από τη γέφυρα ποταμού κλπ., και κάποιος άλλος στην ιδέα και μόνο ενός τέτοιου γεγονότος πανικοβάλλεται. Στην πραγματικότητα το στρες μέχρι μια συγκεκριμένη ένταση είναι καλό για όλους, γιατί αποτελεί μια βιολογική λειτουργία απαραίτητη για την επιβίωση, και πολλά άτομα δημιουργούν σκόπιμα συνθήκες ήπιου στρες στη ζωή τους για να ξεπεράσουν περιόδους μονότονης ρουτίνας και να μην πλήττουν. Υπάρχει διαφορά μεταξύ άγχους και στρες, παρόλο που μπορεί να εμφανίζονται με παρόμοια συμπτώματα (έντονη κινητικότητα, τρεμούλα, συναισθήματα τρόμου και αμηχανίας, φόβος θανάτου, προβλήματα ύπνου, νυχτερινή ενούρηση, προσκόλληση στη μητέρα ή σε άλλο πρόσωπο, ταχυκαρδία, πονοκέφαλος, πόνος στο στομάχι, κλπ.). Οι όροι άγχος και στρες χρησιμοποιούνται συχνά ο ένας στη θέση του άλλου, ενώ στην πραγματικότητα διαφέρουν. Στρες είναι η ψυχική και σωματική κατάσταση που βιώνουμε, όταν καταλαβαίνουμε ότι οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούμε είναι παραπάνω από τις δυνατότητες μας, ενώ άγχος είναι το αίσθημα δυσφορίας, φόβου και ανασφάλειας που έχουμε, όταν αντιμετωπίζουμε μια στρεσογόνα κατάσταση ή που συνεχίζουμε να έχουμε ακόμα και όταν αρθεί η στρεσογόνα κατάσταση.

Στους ενήλικες υπάρχει η τάση να θεωρούν ότι τα παιδιά ζουν σε έναν κόσμο ανέμελο, απαλλαγμένο από άγχος και στενοχώριες. Στην πραγματικότητα συμβαίνει συχνά το αντίθετο. Ακόμα και τα μικρά παιδιά αισθάνονται άγχος και ανησυχούν για πολλούς λόγους, άλλα σε μικρότερο και άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό και ένταση. Το στρες προκαλείται όταν δεχόμαστε αλλαγές στον τρόπο ζωής μας, είτε θετικές (κερδίσαμε στο λαχείο!) είτε αρνητικές στην έκβασή τους. Ακόμα και η απλή αλλαγή προκαλεί στρες (π.χ. έναρξη σχολικής χρονιάς, αλλαγή δασκάλου/ας στο σχολείο, κλπ.) και το στρες έχει γίνει πια χαρακτηριστικό της ζωής μας. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, οι ακαδημαϊκές απαιτήσεις (από το δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο) και οι κοινωνικές πιέσεις -ιδιαίτερα η ανάγκη του παιδιού να ενσωματωθεί με επιτυχία στην ομάδα των συνομηλίκων- γίνονται πηγές έντονου στρες. Μεγάλες αλλαγές σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (διαζύγιο, κακοποίηση, νέο παιδί στην οικογένεια, μετακόμιση, κλπ.) μπορεί επίσης να αποτελέσουν σημαντική πηγή στρες. Βεβαίως, ο τρόπος με τον οποίο το παιδί αντιδρά στα αρνητικά γεγονότα διαφοροποιείται ανάλογα με το αναπτυξιακό του στάδιο. Για παράδειγμα, η αντίδραση των παιδιών στο διαζύγιο των γονιών εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο στις διάφορες ηλικίες: στην προσχολική ηλικία με εμφάνιση φοβιών και διαταραχών του ύπνου, στα παιδιά 5-8 χρονών με μείωση των σχολικών επιδόσεων, στα παιδιά 9-12 χρονών με θυμό, άγχος και προβλήματα συμπεριφοράς και στους εφήβους μπορεί να εκδηλωθεί με την πλήρη συμπτωματολογία της κατάθλιψης.

Αν και οι μελέτες δείχνουν ότι η ικανότητα αντιμετώπισης του στρες είναι εν μέρει εγγενής, αποτελεί επίσης ζήτημα εκπαίδευσης, ανατροφής και εξάσκησης. Η επαρκής απάντηση στο στρες είναι σημαντική προϋπόθεση για το αίσθημα ευεξίας, την καθημερινή δραστηριότητα και τις θετικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Οι επιδράσεις της σωστής ανατροφής και οι εμπειρίες των πρώτων χρόνων της ζωής μας είναι πολύ σημαντικές για την ψυχοκοινωνική μας ανάπτυξη. Ακόμα και τα μωρά «θυμούνται» τις περιγενετικές εμπειρίες τους, όπως ο χωρισμός από την μητέρα τους ή η παραμέληση και η κακοποίηση τους, και οι εμπειρίες αυτές εντυπώνονται στον εγκέφαλό τους υπονομεύοντας τους μηχανισμούς με τους οποίους μπορεί να αντιμετωπιστεί το στρες. Σήμερα ξέρουμε ότι την αντοχή μας απέναντι στο στρες την αναπτύσσουμε στα πρώτα χρόνια και περισσότερο κατά το πρώτο έτος της ζωής μας. Αυτό είναι επιβεβαιωμένο και πειραματικά με ένα εκπληκτικό πείραμα, που έγινε το 2004 σε ποντίκια. Οι αρουραίοι που είχαν πιο στοργικές μητέρες κατά την πρώτη εβδομάδα της ζωής είχαν, στην ενήλικη ζωή τους (ζουν 2-2,5 χρόνια), πιο ήπια αντίδραση στο στρες σε σχέση με αρουραίους που δεν είχαν στοργικές μητέρες την αντίστοιχη περίοδο. Οι αρουραίοι αυτοί είχαν αυξημένη την κορτιζόνη στο αίμα τους και ανικανότητα απάντησης στο στρες, με ελλείμματα στην προσοχή, τη μνήμη και την επιμονή.

Η εμβρυϊκή, η νεογνική και η εφηβική περίοδος της ζωής είναι κρίσιμες περίοδοι για την ομαλή ανάπτυξη του εγκεφάλου, γιατί ο εγκέφαλός διαφέρει από τον εγκέφαλο των ενηλίκων. Ενώ στους ενήλικες το υπερβολικό ή το χρόνιο στρες οδηγεί στην ευαισθητοποίηση ώριμων περιοχών του εγκεφάλου, στα παιδιά και στους εφήβους μπορεί να αποτελέσει παράγοντα κινδύνου για αυξημένη ψυχική και σωματική νοσηρότητα στη μετέπειτα ζωή, μέσω δομικών και λειτουργικών αλλαγών σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου -π.χ. το έντονο στρες στους εφήβους αλλοιώνει δομές του εγκεφάλου (ιππόκαμπος) που είναι υπεύθυνες για τη μνήμη και τη μάθηση-, επηρεάζοντας ακόμα και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους. Μπορεί, επιπλέον, να οδηγήσει στον προγραμματισμό των περιοχών αυτών, καθιστώντας τες ευάλωτες στο στρες, με αποτέλεσμα το άτομο να απαντά ανεπαρκώς στο στρες σε όλη του τη ζωή. Αυτό οφείλεται στη δράση των αυξημένων ποσοτήτων κορτιζόνης που κυκλοφορούν στο αίμα και μπορούν να οδηγήσουν σε μόνιμες βλάβες του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος και στην εμφάνιση παθολογικής συμπεριφοράς.

Υπάρχει, λοιπόν, όπως αντιλαμβανόμαστε, βιολογική βάση για τη συμπεριφορά και την προσωπικότητά μας, καθώς και για τις ψυχικές διαταραχές, και αποδεικνύεται ότι βιολογικές και ψυχολογικές λειτουργίες είναι αναπόσπαστα δεμένες.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΟΣ ΑΓΩΝ στις 10/10/2019

Μουτσάνας Ελευθέριος

Παιδίατρος

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Ο ρόλος τους στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς

Μπορούμε να ορίσουμε τη συμπεριφορά ως το άθροισμα των εσωτερικών και εξωτερικών αντιδράσεων του οργανισμού μας στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Εκδηλώνεται με τη στάση, τις πράξεις και τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε σκέψεις, συναισθήματα και ανάγκες.

Η συμπεριφορά είναι ένα από τα θέματα που απασχολούν και προβληματίζουν έντονα τους γονείς, οι οποίοι συχνά ρωτούν και αναρωτιούνται αν ευθύνονται οι ίδιοι -και κατά πόσον- για τις δυσκολίες του παιδιού τους ή αν αυτό γεννήθηκε με τις δυσκολίες αυτές. Σήμερα πια είναι αποδεκτό και δεν αμφισβητείται από κανέναν, ότι στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς παίζουν ρόλο τόσο η κληρονομικότητα όσο και το περιβάλλον και η συμμετοχή του καθενός από αυτά ανέρχεται, περίπου στο 50%. Στοιχεία που καθορίζουν τη συμπεριφορά είναι η νοημοσύνη, η προσωπικότητα, οι εθιστικές συνήθειες και οι ενδεχόμενες ψυχοπαθολογικές διαταραχές, για τα οποία σήμερα γνωρίζουμε ότι κληρονομικότητα και περιβάλλον συμμετέχουν στη διαμόρφωσή τους σχεδόν εξίσου. Η συμπεριφορά είναι το τελικό προϊόν πολλών γενετικών και περιβαλλοντικών επιδράσεων. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους είναι πολύπλοκες και ποικίλες, καθώς επηρεάζονται από ατομικούς παράγοντες, όπως η νοημοσύνη, η προσωπικότητα κλπ., αλλά και από κοινωνικούς παράγοντες που σχετίζονται με το ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο της κοινωνίας στην οποία ζει το παιδί και η οικογένειά του.

Υπάρχουν συμπεριφορές οι οποίες είναι ενστικτώδεις, όπως τα αντανακλαστικά (π.χ. το αντανακλαστικό του θηλασμού), που δεν έχουν διδαχθεί αλλά έχουν καθαρά γενετική βάση ή και φυσιολογικές συμπεριφορές, όπως οι βιορυθμοί μας (π.χ. ο βιολογικός κιρκαδιανός ρυθμός -ο ημερονύκτιος- με τον οποίο προσαρμόζεται το σώμα μας να πεινάει, να νυστάζει, κλπ.). Τα γονίδια, λοιπόν, είναι υπεύθυνα για συμπεριφορές που έχουν σχέση περισσότερο με τα ένστικτα και την ιδιοσυγκρασία, ενώ η επίδρασή τους είναι ασθενέστερη σε ό,τι αφορά αξίες, αντιλήψεις και στάσεις, οι οποίες διαμορφώνονται υπό την επίδραση κοινωνικών παραγόντων και είναι θέμα μάθησης και εμπειριών. Υπάρχουν, ωστόσο, και παθολογικές συμπεριφορές, όπου η γενετική συμμετοχή είναι καθοριστική, όπως η υπερκινητικότητα, η δυσλεξία, ο αυτισμός, κ.ά.

Πρόσθετα, όμως, και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε γενετική προδιάθεση, το περιβάλλον, επίσης, επηρεάζει τα ίδια γνωρίσματα της συμπεριφοράς, μέσω μάθησης και εμπειρίας και τα τροποποιητικά του αποτελέσματα μπορεί να είναι σημαντικά. Έτσι, το κατάλληλο περιβάλλον, όπως είναι η σωστή διατροφή, η ενισχυτική οικογένεια, το καλό σχολείο, οι καλοί φίλοι και η καλή γειτονιά, μπορεί να ενισχύσει το γενετικό δυναμικό και να διευκολύνει τη φυσιολογική ανάπτυξη και τη διαμόρφωση φυσιολογικής συμπεριφοράς ή να συμβάλει στη βελτίωση της παθολογικής συμπεριφοράς. Ορισμένοι από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες είναι κοινοί για όλη την οικογένεια, όπως, λόγου χάριν, η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει και η γειτονιά στην οποία ζει το παιδί. Κάποιοι άλλοι, όμως, είναι ιδιαίτεροι για κάθε παιδί, όπως η ειδική σχέση του με τους γονείς, τους φίλους του και το σχολείο. Στους ιδιαίτερους παράγοντες περιλαμβάνονται και διάφοροι βιολογικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να δράσουν πριν τη γέννηση (π.χ. μια λοίμωξη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης), κατά τη γέννηση (η προωρότητα, η ασφυξία κατά τον τοκετό, κλπ.), αμέσως μετά τη γέννηση (κάποια λοίμωξη, π.χ. μια εγκεφαλίτιδα), ή γενικά αντιξοότητες της ζωής (όπως η επιλόχειος κατάθλιψη της μητέρας κλπ.), και είναι αυτοί ιδίως που επιφέρουν τις αναπτυξιακές παραλλαγές μεταξύ των παιδιών μιας οικογένειας. Οπότε, ή ρήση «το μήλο θα πέσει κάτω από τη μηλιά» άλλες φορές επαληθεύεται και άλλες όχι κι αυτό οφείλεται στο ότι άλλες συμπεριφορές έχουν περισσότερο γενετική βάση (π.χ. η υπερκινητικότητα, η δυσλεξία, ο αυτισμός, κ.ά.), ενώ άλλες είναι συνάρτηση της αλληλεπίδρασης γονιδίων και περιβάλλοντος (π.χ. ο τραυλισμός, η σχιζοφρένεια, κ.ά.). Άλλες πάλι είναι επίκτητες και εξαρτώνται μόνο από την εμπειρία και τη μάθηση (π.χ. ο τρόπος έκφρασης ορισμένων συναισθηματικών εκφάνσεων -«ωωω!» ή «ουάου!»), η μίμηση κάποιων κοινωνικών προτύπων συμπεριφοράς (όπως οι ζωοκλοπές και η βεντέτα, οι κλοπές και τα ψέματα σε υποβαθμισμένες κοινωνίες, κλπ.), η πάλη και το ξύλο για την επιβολή της εξουσίας λόγω μίμησης οικογενειακών προτύπων, κ.ά.

Η έρευνα για τη συμμετοχή της κληρονομικότητας στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς στηρίχθηκε σε εκτεταμένες μελέτες οικογενειών διδύμων, υιοθετημένων και μη, παιδιών, από όπου φάνηκε ότι η κληρονομικότητα καθορίζει συνολικά περίπου το 40-70% της ποικιλίας στη συμπεριφορά. Η αλληλεπίδραση κληρονομικότητας και περιβάλλοντος έχει μελετηθεί ιδιαίτερα σε ορισμένες διαταραχές της συμπεριφοράς, όπως η αντικοινωνική συμπεριφορά και η επιθετικότητα. Μονοζυγωτικοί δίδυμοι που απομακρύνθηκαν αμέσως μετά τη γέννηση από τους βιολογικούς γονείς τους (οι οποίοι είχαν αντικοινωνική συμπεριφορά -π.χ. βρέθηκαν στις φυλακές ή νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία λόγω αλκοολισμού ή κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών) και παρακολουθήθηκαν μέχρι την ενηλικίωσή τους, φάνηκε ότι ανέπτυσσαν τις ίδιες διαταραχές συμπεριφοράς με αυτές των βιολογικών γονιών και, μάλιστα, σε μεγαλύτερη αναλογία, όταν στην οικογένεια, όπου υιοθετήθηκαν, υπήρχαν ιδιαίτερα προβλήματα (π.χ. γάμου, ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, αλκοολισμός των θετών γονιών, κ.ά.). Η αλληλεπίδραση κληρονομικότητας και περιβάλλοντος φάνηκε και σε αρκετές μελέτες -όχι διδύμων- από τις οποίες διαπιστώθηκε, ότι αυξάνονται οι πιθανότητες να αναπτυχθεί αλκοολισμός σε άτομα που είχαν ένα τουλάχιστον γονέα αλκοολικό και υιοθετήθηκαν από οικογένεια με περιβάλλον προβληματικό, λόγω σοβαρών ψυχοπαθολογικών καταστάσεων των θετών γονιών.

Ο τρόπος με τον οποίο το περιβάλλον καθορίζει τη συμπεριφορά είναι μέσω επιγενετικών μηχανισμών. Η επιγενετική είναι ο επιστημονικός τομέας της γενετικής που μελετά τον τρόπο με τον οποίο το περιβάλλον επηρεάζει την έκφραση των γονιδίων. Ένα καλό παράδειγμα για τη δράση του περιβάλλοντος στο γενετικό υλικό (γονίδια-DNA) αποτελούν οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι, οι οποίοι, ενώ γεννιούνται γενετικά και επιγενετικά ταυτόσημοι, το 1/3 αυτών αναπτύσσει μέχρι την ενηλικίωση σημαντικές διαφοροποιήσεις του DNA (με μια διαδικασία που λέγεται μεθυλίωση του DNA, αλλά και μέσω άλλων διαδικασιών). Οι πιθανότητες να εμφανίζεται μια διαταραχή και στους δύο μονοζυγωτικούς διδύμους κυμαίνονται μεταξύ του 50-80%, ενώ θα περιμέναμε το ποσοστό αυτό να είναι 100%, δεδομένου ότι οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι έχουν ακριβώς τα ίδια γονίδια. Έτσι έχουμε περιπτώσεις μονοζυγωτικών διδύμων όπου ο ένας κλώνος πάσχει από σχιζοφρένεια, ενώ ο άλλος μένει ανεπηρέαστος από την ασθένεια παρά το γεγονός πως μοιράζονται τα ίδια ακριβώς γονίδια. Αυτό οφείλεται στην επίδραση του περιβάλλοντος και έχει σχέση με τις διαφορετικές εμπειρίες που βιώνει ο καθένας χωριστά από τους μονοζυγωτικούς διδύμους. Τα αποτελέσματα της επίδρασης του περιβάλλοντος μέσω επιγενετικών μηχανισμών επιβεβαιώνονται και από διάφορες επιδημιολογικές μελέτες. Ανάλυση από δεδομένα ενηλίκων Ολλανδών, που γεννήθηκαν λίγους μήνες μετά τον λιμό λόγω γερμανικής κατοχής, τον χειμώνα του 1944-45, και στη συνέχεια έζησαν σε περιβάλλον διατροφικής αφθονίας, και παρατηρήσεις που έγιναν σε εφήβους και ενήλικες που κυοφορήθηκαν, σε εγκυμοσύνη στον 2ο μήνα, κατά τη διάρκεια του Αραβο-Ισραηλινού πολέμου του 1967 δείχνουν αυξημένα ποσοστά παχυσαρκίας και σημαντικά αυξημένο κίνδυνο για σχιζοφρένεια αντίστοιχα. Το μεγάλο ενδιαφέρον με τους επιγενετικούς μηχανισμούς είναι ότι οι αλλαγές που προκαλούν στο γενετικό υλικό μπορούν να μεταδοθούν και να επηρεάσουν αρνητικά την υγεία και τη συμπεριφορά των επόμενων 2-3 γενεών -παιδιών και εγγονών δηλαδή. Οι μελέτες επιβεβαιώνουν ότι το περιβάλλον επιδρά αθροιστικά και μακροπρόθεσμα στο επιγονιδίωμα από την εμβρυϊκή ζωή μέχρι τα γηρατειά, αλλά η επίδρασή του ασκείται σε σημαντικότερο βαθμό κατά την εμβρυϊκή και την νεογνική περίοδο, τότε που ο ρυθμός σύνθεσης του DNA είναι αυξημένος και το περιβάλλον μέσω των επιγενετικών μηχανισμών μπορεί να βάλει πιο εύκολα τη σφραγίδα του για φυσιολογική ανάπτυξη ή για εκτροπή προς παθολογικές καταστάσεις -σωματικά νοσήματα και ψυχικές διαταραχές- με την ενεργοποίηση ή την αδρανοποίηση γονιδίων και με τον μελλοντικό τους προγραμματισμό. Με πιο απλά λόγια, οι εμπειρίες και όσα μαθαίνουν τα παιδιά όταν είναι πολύ μικρά είναι περισσότερο κρίσιμα από ό,τι είναι όταν βρίσκονται σε μεγαλύτερη ηλικία και είναι πιο ώριμα.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΟΣ ΑΓΩΝ στις 21/11/2019

 

Μουτσάνας Ελευθέριος

Παιδίατρος

ΑΙΤΙΕΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

Η συμπεριφορά του παιδιού -φυσιολογική ή προβληματική- θεωρείται ως το προϊόν της συνεχούς δυναμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των χαρακτηριστικών του παιδιού και των εμπειριών του, τόσο στο πλαίσιο της οικογένειας όσο και του ευρύτερου κοινωνικού του περίγυρου. Οι παράγοντες, λοιπόν, που ευθύνονται για την προβληματική συμπεριφορά μπορεί να έχουν σχέση με το ίδιο το παιδί ή με το περιβάλλον του.

Οι σχετιζόμενοι με το παιδί παράγοντες μπορεί να είναι κληρονομικοί ή περιβαλλοντικοί. Στους κληρονομικούς παράγοντες υπάγονται οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες και τα διάφορα σύνδρομα που προκαλούν. Το πιο χαρακτηριστικό και πιο γνωστό είναι το σύνδρομο Down, το οποίο όλοι ξέρουμε, γιατί έχουμε δει τέτοια παιδιά και έχουμε καταγράψει τη συμπεριφορά τους ως αποκλίνουσα από το φυσιολογικό, λόγω της νοητικής αδυναμίας που παρουσιάζουν. Η κληρονομικότητα ευθύνεται επίσης για την Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ), για τη δυσλεξία, τον αυτισμό κ.ά. Η εγκεφαλική δυσλειτουργία, όμως, μπορεί να είναι και επίκτητη και να οφείλεται σε παράγοντες που έχουν σχέση με τις προγεννητικές λοιμώξεις, τον πρόωρο τοκετό, τον τραυματισμό του εγκεφάλου κατά τον τοκετό ή και σε βλάβες που θα δημιουργηθούν μετά τον τοκετό, ως αποτέλεσμα εγκεφαλίτιδας κ.ά. Άλλη αιτία που μπορεί να οδηγήσει σε εμφάνιση διαταραχών του συναισθήματος και της συμπεριφοράς είναι οι σωματικές μειονεξίες, οι οποίες μπορεί να υπάρχουν από τη γέννηση του παιδιού (π.χ. η μαιευτική παράλυση ή η εγκεφαλική παράλυση κ.ά.) ή να αποκτηθούν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του (π.χ. μετά από ατύχημα).

Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά την ανάπτυξη του παιδιού και κατά συνέπεια και τη συμπεριφορά του σχετίζονται με την οικογένεια, το σχολείο, τους συνομηλίκους και την κοινωνία.

Κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας το παιδί μπορεί να αντιμετωπίσει διάφορες αντιξοότητες, δηλαδή δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις ή εμπειρίες. Οι αντιξοότητες περιλαμβάνουν οικονομικά προβλήματα στην οικογένεια, προβληματική σχέση των γονέων, διάλυση οικογένειας λόγω διαζυγίου, θάνατο ενός γονέα, παραμέληση, κακοποίηση (σωματική ή σεξουαλική), ψυχική νόσο ενός μέλους οικογένειας, χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών από τους γονείς, ύπαρξη ανάπηρου παιδιού στην οικογένεια, κ.ά. Βέβαια, κάποιος βαθμός αντιξοότητας στην παιδική ηλικία είναι αναμενόμενος και αναπόφευκτος (ακόμα κι αν δεν συντρέχουν οι πολύ σκληρές αντιξοότητες που αναφέρθηκαν), π.χ. γέννηση ενός νέου αδελφού, μετακόμιση, κλπ. Οικογένειες χωρίς ήρεμες σχέσεις, χωρίς σεβασμό στην προσωπικότητα των μελών τους, χωρίς υγιείς συναισθηματικούς δεσμούς, χωρίς έμπνευση του αισθήματος ασφάλειας ειδικότερα στα παιδιά, αλλά και χωρίς όρια και πειθαρχία, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να γίνει κάποιος ευάλωτος στις εξωτερικές προκλήσεις και προλειαίνουν το έδαφος για την απόκλιση. Διαχρονικές μελέτες έχουν δείξει πως η σκληρή αντιμετώπιση και η απόρριψη του παιδιού από τους γονείς μπορεί να σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την κατάθλιψη ή και με επιθετική συμπεριφορά. Έχει διαπιστωθεί, ακόμα, ότι τα παιδιά χωρισμένων γονέων παρουσιάζουν περισσότερα προβλήματα συμπεριφοράς σε σχέση με τα παιδιά γονέων που έχουν πεθάνει και ακόμα ότι υπάρχει σημαντική σχέση ανάμεσα στην εγκληματικότητα και στις διαλυμένες οικογένειες. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι τα προβλήματα αυτά δεν σχετίζονται με την απουσία του ενός γονέα, αλλά με την προβληματική σχέση και τις συγκρούσεις μεταξύ των γονέων πριν και μετά το χωρισμό τους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο σε περίπτωση διαζυγίου τα παιδιά δεν πρέπει να βρίσκονται στη μέση της διαμάχης των χωρισμένων γονιών. Θα πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι, όταν οι γονείς είναι πολύ ασυνεπείς και ασταθείς, μπορεί να κάνουν το παιδί τους συνεσταλμένο και αγχώδες, καθώς αυτό δεν είναι ποτέ βέβαιο αν θα επιβραβευθεί ή θα τιμωρηθεί για τη συμπεριφορά του. Περιπίπτει σε κατάσταση σύγχυσης και αμφιβολίας και αδυνατεί να κάνει τις απαραίτητες διακρίσεις και να μάθει να επιλέγει το σωστό. Μια τέτοια σύγκρουση είναι δυνατόν να δημιουργήσει ψυχολογικά προβλήματα.

Το σχολείο δεν επηρεάζει μόνο τη συμπεριφορά των μαθητών, αλλά διαμορφώνει και την προσωπικότητά τους. Οι έρευνες δείχνουν ότι οι εμπειρίες των παιδιών και των εφήβων εντός του σχολείου επηρεάζουν όχι μόνο τη σχολική απόδοση, αλλά και τη συναισθηματική και κοινωνική τους λειτουργία. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο σχολείο κάθε παιδί δημιουργεί σχέσεις με τους δασκάλους και τους συμμαθητές του, είτε στο πλαίσιο της σχολικής τάξης, είτε στο πλαίσιο άτυπων ομάδων με τους συνομηλίκους, π.χ. στο προαύλιο ή σε στενότερο κύκλο με φίλους. Η πρόσδεση σε αυτές τις ομάδες των συνομηλίκων και η αποδοχή ή η απόρριψή του έχει πολλή μεγάλη σημασία για το κάθε παιδί. Η αποδοχή από την κοινωνική ομάδα συσχετίζεται με χαρακτηριστικά, όπως η ενεργητικότητα, η ανάληψη πρωτοβουλιών, η ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων και εμπιστοσύνης στον εαυτό του και οι επιτυχίες που εξασφαλίζει το παιδί με αυτή τη συμπεριφορά εδραιώνουν ακόμη περισσότερο αυτά τα χαρακτηριστικά. Αντίθετα η απόρριψη συσχετίζεται με συμπεριφορές όπως η απόσυρση, η προβληματική συμπεριφορά, η έλλειψη συμμόρφωσης και η έλλειψη αυτοεκτίμησης. Η αποτυχία δε που συνεπάγεται μια τέτοια συμπεριφορά εδραιώνει ακόμη περισσότερο αυτά τα χαρακτηριστικά. Με πιο απλά λόγια, η επιτυχία φέρνει περισσότερη επιτυχία και η αποτυχία φέρνει περισσότερη αποτυχία. Πολλοί μαθητές αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες, προβλήματα συμπεριφοράς ή και τα δύο. Όλες οι σχετικές με την αντικοινωνική συμπεριφορά των μαθητών μελέτες διαπιστώνουν μια στενή σχέση μεταξύ σχολικής επίδοσης και παραβατικής συμπεριφοράς, π.χ. αδικαιολόγητες απουσίες, απείθαρχη συμπεριφορά, ψέματα, κάπνισμα, κλοπές, κλπ. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν πως πολλές από τις διαταραχές οι οποίες πρωτοεμφανίζονται σε παιδιά σχολικής ηλικίας, ειδικά οι διαταραχές διαγωγής στα αγόρια και οι αγχώδεις διαταραχές στα κορίτσια, σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις δυσκολίες των παιδιών αυτών στον μαθησιακό τομέα. Διαπιστώνεται ακόμα σε αυτές τις περιπτώσεις αύξηση του ποσοστού των μαθητών που εγκαταλείπουν το σχολείο και αυτών που καταφεύγουν στην χρήση ουσιών και σε άλλες μορφές παραβατικής συμπεριφοράς. Γενικά, ο βαθμός παρακολούθησης των μαθημάτων του σχολείου, αποτελεί πρόβλεψη για την προσαρμογή του παιδιού στην ενήλικη ζωή. Οι τιμωρίες εν τω μεταξύ που επιβάλλονται και από την πλευρά του σχολείου και από την πλευρά της οικογένειας για σωφρονισμό επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα κάνοντας αυτά τα παιδιά περισσότερο επιθετικά και αντικοινωνικά.

Η είσοδος του παιδιού σε μια ομάδα συνομηλίκων σηματοδοτεί την αξιολόγησή του από τα άλλα παιδιά και καταλήγει στην αποδοχή ή την απόρριψή του από αυτά. Σε διαχρονικές έρευνες έχει βρεθεί πως τα παιδιά τα οποία βιώνουν την απόρριψή τους από τους συνομηλίκους στον παιδικό σταθμό, έχουν αυξημένες πιθανότητες για την εκδήλωση προβλημάτων συμπεριφοράς στο μέλλον και η απόρριψη ενός παιδιού από τους συνομηλίκους στη σχολική ηλικία εμφανίζεται να είναι σε σημαντικό βαθμό προάγγελος των εφηβικών διαταραχών. Οι έρευνες δείχνουν ότι το παιδί που γνωρίζει την απόρριψη και την εχθρότητα, βιώνει έντονα συναισθήματα άγχους και εκδηλώνει συνήθειες που παρεμποδίζουν τη δημιουργία φιλικών σχέσεων. Δείχνουν ακόμα ότι τα παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς απομονώνονται από τους συνομηλίκους τους και η υπάρχουσα προβληματική συμπεριφορά επιδεινώνεται λόγω μείωσης της αυτοεκτίμησής τους. Οι έφηβοι με αντικοινωνική συμπεριφορά που έχουν βιώσει την απόρριψη κατά την παιδική ηλικία αναζητούν συχνά την αποδοχή σε ομάδες συνομηλίκων με παραπτωματική συμπεριφορά και η ενσωμάτωση σε μια τέτοια ομάδα έχει ως αποτέλεσμα την παγίωση και την επιδείνωση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, καθώς αυτή ενισχύεται από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας.

Στους σχετιζόμενους με την κοινωνία και σε άλλους παράγοντες περιλαμβάνονται διάφορες αντιξοότητες, όπως διαβίωση σε κακόφημη γειτονιά με υψηλό δείκτη εγκληματικότητας, κοινωνικός αποκλεισμός, μια τρομοκρατική ενέργεια, πόλεμος ή μια φυσική καταστροφή (π.χ. σεισμός, τσουνάμι, πυρκαγιά, πλημμύρες, κλπ.). Οι παράγοντες αυτοί μπορούν να επιβαρύνουν το παιδί με οριακά ανεκτό στρες. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια προστατευτικών σχέσεων που θα υποστηρίξουν την υγιή ανταπόκριση και την προσαρμογή του παιδιού στο στρες, όταν εκδηλωθεί κάποια σημαντική αντιξοότητα, οδηγεί στο τοξικό στρες και δημιουργεί βιολογικές μνήμες που αυξάνουν τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο επικίνδυνης για την υγεία συμπεριφοράς και χρόνιου νοσήματος.

Μουτσάνας Ελευθέριος

Παιδίατρος